Ο α’ γύρος του φετινού
πρωταθλήματος ολοκληρώθηκε με την ΑΕΚ ευρισκόμενη στη
2η θέση στο
–1 από τον
πρωτοπόρο Παναθηναϊκό, έχοντας ρεκόρ Ν-Ι-Η
9–3–1
και ΓΥ-ΓΚ
23–9. Από τις 15/8 μέχρι
τις 4/12, εκτός από τα 13 ματς πρωταθλήματος έχει δώσει και 9 ευρωπαϊκά, 4 για
το
Champions’
League (ρεκόρ Ν-Ι-Η
1–1–2 και ΓΥ-ΓΚ
5–6) και 5 για το
Europa League (ρεκόρ Ν-Ι-Η
1–1–3
και ΓΥ-ΓΚ
5–9 –απομένει η τελευταία
αγωνιστική στην οποία η Ένωση θα διεκδικήσει στο Άμστερνταμ τη συνέχεια στο
Conference League). Σε 111 ημέρες έχει
δώσει 22 ματς, ήτοι 1 ανά 5 μέρες, με συνολικό ρεκόρ Ν-Ι-Η
11–5–6 και ΓΥ-ΓΚ
33–24. Ως
είθισται σε κάθε τέτοιο χρονικό ορόσημο, στο πλαίσιο της γενικής «ποδοσφαιροκουβέντας»,
καθίστανται αναπόφευκτες οι συγκρίσεις με το παρελθόν. Τι έχει αλλάξει λοιπόν για
την ομάδα μας ειδικά ως προς τα στατιστικά της στο 1/3 του πρωταθλήματος και
γενικά ως προς την εικόνα της;
Πέρσι ο Δικέφαλος έκλεισε τον α’
γύρο με ρεκόρ Ν-Ι-Η
9–2–2 και ΓΥ-ΓΚ
23–5. Οι επιδόσεις αυτές την έφερναν
στην ίδια θέση, τη
2η, στο
–8 από τον και πάλι πρωτοπόρο τότε Παναθηναϊκό
του, πλασματικού, όπως αποδείχθηκε αργότερα, 12–1–0. Στο αντίστοιχο περσινό
χρονικό σημείο (πρώτο δεκαήμερο Δεκεμβρίου), οι αγωνιστικές υποχρεώσεις είχαν
διακοπεί λόγω του Μουντιάλ και πέραν των 13 αγώνων πρωταθλήματος η ομάδα είχε προλάβει
να δώσει ένα μόνο ματς ακόμα, αυτό της φάσης των 32 του Κυπέλλου κόντρα στον
ΠΑΣ Γιάννινα (2-0). Συνολικά σε 84 ημέρες, από τις 22/8 μέχρι τις 13/11, είχε
δώσει 14 ματς για όλες τις διοργανώσεις, 1 ανά 6 μέρες, με συνολικό ρεκόρ Ν-Ι-Η
10–2–2 και ΓΥ-ΓΚ
25–5.
Λαμβάνοντας υπόψη ρεκόρ Ν-Ι-Η και
βαθμολογία, η φετινή ΑΕΚ έχει πραγματοποιήσει καλύτερη πορεία στον α’ γύρο του
πρωταθλήματος από την αντίστοιχη περσινή, μετέπειτα πρωταθλήτρια. Σημειωτέον
μάλιστα ότι η επίδοση 9–3–1 και η συγκομιδή 30 βαθμών είναι οι κορυφαίες σε α’
γύρο στην εποχή του πρωταθλήματος 14 ομάδων, 3 γύρων, 33-36 αγώνων. Παρά ταύτα
είναι κυρίαρχη η αίσθηση, η εντύπωση, όπως θέλει κανείς να το εκφράσει, πως η
φετινή εκδοχή της ομάδας είναι χειρότερη από την περσινή νταμπλούχο. Είναι
όντως έτσι;
Κρίνοντας από τα γραφόμενα στο
διαδίκτυο, για την πλειονότητα του κιτρινόμαυρου κόσμου το μεγαλύτερο πρόβλημα
της φετινής ΑΕΚ, το σοβαρότερο μειονέκτημά της στη σύγκριση με την περσινή της
εκδοχή, είναι η αναποτελεσματικότητα στο σκοράρισμα. Η δυστοκία, η αφλογιστία,
οι συνεχόμενες χαμένες ευκαιρίες. Η «χειρότερη επίθεση»
grosso modo. Νομίζω ότι, όσον αφορά τουλάχιστον
το ελληνικό πρωτάθλημα, το μεγαλύτερο μέχρι πρότινος πρόβλημα της Ένωσης θα το
εντοπίσουμε κοιτώντας στην αντίθετη πλευρά του τεραίν, στην άμυνά της. Πρόκειται
για τη μεγαλύτερη ευκολία με την οποία η ομάδα μας έχει δεχτεί γκολ, την
μεγαλύτερη ευκολία με την οποία οι αντίπαλοί μας έχουν πατήσει στην περιοχή μας
και έχουν δημιουργήσει πιο εύκολα φάσεις και επικίνδυνες για το τέρμα μας
καταστάσεις.
Άμυνα
Με βάση μετρήσεις της
Opta που
δημοσιεύει το
Sport24, πέρσι
η ΑΕΚ στα 13 παιχνίδια του α’ γύρου επέτρεπε ανά παιχνίδι μόλις 10 επισκέψεις
αντιπάλου στα καρέ της. Με την ολοκλήρωση των αγώνων α’ και β’ γύρου, ήτοι σε
συνολικά 26 ματς, η Ένωση είχε καταφέρει να ρίξει τον μ.ο. των αντίπαλων
ενεργειών στην περιοχή της από 10 σε 9,8 ανά ματς. Μάλιστα στο γύρο των πλέι-οφ
χαμήλωσε κι άλλο αυτήν την επίδοση αντιπάλων, αφού στο πέρας των 36
αγωνιστικών, παρά τα αλλεπάλληλα ντέρμπι, ο μ.ο. αντίπαλων ενεργειών ανά ματς
στην κιτρινόμαυρη περιοχή διαμορφώθηκε στο 9,2. Επιπλέον ο μ.ο.
xGoals αντιπάλων
στα 26 αυτά παιχνίδια ήταν 0,41 ο οποίος μάλιστα παρέμεινε ο ίδιος μέχρι το
τέλος του γύρου των πλέι-οφ και αποτελεί το απόλυτο αμυντικό ρεκόρ του
ελληνικού πρωταθλήματος από τη σαιζόν 2019-20 που η συγκεκριμένη εταιρία
πραγματοποιεί μετρήσεις, συμπτωματικά από την ίδια αγωνιστική περίοδο που
εφαρμόζεται το τρέχον
format πρωταθλήματος με 14 ομάδες και 3 γύρους 33 ως 36 συνολικά αγώνων.
Οι αντίστοιχες φετινές μετρήσεις δείχνουν ότι η ΑΕΚ δέχεται πλέον 12,4
ενέργειες αντιπάλων στην περιοχή της ανά παιχνίδι, δηλαδή περίπου 3
περισσότερες από πέρσι, ενώ τον ανήφορο πήρε και ο μ.ο. των
xGoals αντιπάλων
ανά ματς, από 0,41 σε 0,72.
Για ποιο λόγο έχουν χειροτερεύσει
οι αμυντικές μας επιδόσεις; Νομίζω ότι, συνοπτικά, τρεις είναι οι βασικές
αιτίες: α) το βεβαρημένο αγωνιστικό καλεντάρι, με τα υψηλής έντασης ευρωπαϊκά
παιχνίδια που έχει ανοίξει το ροτέισον στο πρωτάθλημα, έχει δώσει παραπάνω
λεπτά από όσα θα «έπρεπε» σε δευτεροκλασάτους παίκτες και έχει δυσχεράνει την
ομοιογένεια της άμυνάς μας, β) η μηδενική έκπτωση από τον απαιτητικό τρόπο
παιχνιδιού του Αλμέιδα, παρά την επιβάρυνση του αγωνιστικού προγράμματος, αφού το
πρέσινγκ ήδη από το 1/3 του αντιπάλου εξ ορισμού καθιστά ευάλωτα τα δικά σου μετόπισθεν,
πόσο μάλλον όταν συνδυάζεται με συχνά υψηλής έντασης παιχνίδια που συσσωρεύουν
μεγάλη σωματική και πνευματική κόπωση –προσωπικά δεν είμαι αντίθετος σε αυτήν
την προσέγγιση, εμμένω στην ίδια άποψη με πέρσι, το ρίσκο πιστεύω ότι αξίζει, γ)
ο κακός μεταγραφικός σχεδιασμός του καλοκαιριού όσον αφορά την έγκαιρη ποσοτική
και ποιοτική ενίσχυση της αμυντικής γραμμής.
Ευρώπη, ροτέισον και συνέπειες
Αντιμέτωπη με τον επιβαρυντικό
αυτό συσχετισμό η ομάδα ήρθε από την πρώτη ημέρα της σαιζόν. Η μαφιόζικη
παρακρατική επίθεση που δέχτηκε ο σύλλογος το βράδυ της 7ης Αυγούστου 2023, με την
εργαλειοποίηση ναζιστικού τάγματος εφόδου και ντόπιων συνεργών τους, στο πλαίσιο
των επιχειρηματικών αντιπαραθέσεων των ντόπιων ολιγαρχών, είχε ασφαλώς αρνητικό
αντίκτυπο και στον αμιγώς αγωνιστικό τομέα. Οι κιτρινόμαυροι εξαναγκάστηκαν από
την
UEFA να δώσουν τρία
–από τη φύση τους και μόνο– υψηλής ανταγωνιστικότητας παιχνίδια μέσα σε επτά
ημερολογιακές ημέρες (15/8 Ντιναμό ΑΕΚ 1-2, 19/8 ΑΕΚ-Ντιναμό 2-2, 22/8
Αντβέρπ-ΑΕΚ 1-0), τιμωρούμενοι ουσιαστικά εκείνοι αντί των Κροατών. Πέρα από
την υποδειγματική τακτική της Αντβέρπ, ίσως το ανύπαρκτο περιθώριο ανάπαυσης να
έπαιξε το ρόλο του στην ήττα με 1-0 στην Αμβέρσα.
Η ανάγκη για αποφόρτιση ενόψει
της κρίσιμης ρεβάνς οδήγησε στην απόφαση για ροτέισον στην πρεμιέρα με τον
Πανσερραϊκό, στο οποίο όμως υπερέβαλε ο Ματίας, ειδικά χρησιμοποιώντας ως
βασικό αμυντικό δίδυμο τους Μήτογλου-Χρυσόπουλο, με δεδομένο βέβαια ότι, με
ευθύνη όλων των αρμόδιων για τον μεταγραφικό σχεδιασμό, δεν είχε αποκτηθεί
ακόμα ως τότε το απαραίτητο τρίτο (ημι)βασικό σέντερ μπακ που θα απλοποιούσε τα
πράγματα. Φυσιολογικά η παρουσία για ένα ημίχρονο του 20χρονου Χρυσόπουλου, με
μηδενική εμπειρία σε επίπεδο Α’ κατηγορίας (στην Κ-19 του Άρη και στον ΟΣΦΠ Β’
έπαιζε) και με παρτενέρ τον ιεραρχικά τέταρτο σέντερ μπακ του ρόστερ Μήτογλου, ήταν
κάκιστη, οι υπόλοιποι που έπαιζαν πρώτη φορά όλοι μαζί βασικοί πελαγοδρομούσαν
και η Ένωση θα μπορούσε να είχε βρεθεί πίσω στο σκορ με περισσότερα τέρματα
αντί για το 0-1 που εντέλει κλήθηκε –και απέτυχε– να ανατρέψει. Η πρώτη
κραυγαλέα «γκέλα» της σαιζόν (τελ. 1-1), αντίστοιχη της οποίας δεν έχει κάνει
συνδιεκδικητής, μπορεί κανείς να πει ότι οφείλεται και στις απολεσθείσες
ευκαιρίες της δικής μας επίθεσης (μεταξύ άλλων και πέναλτι). Ωστόσο ας
συνυπολογίσουμε ότι το προβάδισμα του αντιπάλου, το αίσθημα της ανασφάλειας έως
και πανικού σε κάθε απώλεια μπάλας και αντίπαλη αντεπίθεση, το άγχος όσο
περνούν τα λεπτά πίσω στο σκορ, δεν είναι και οι καλύτεροι σύμμαχοι για
ποιοτικές τελικές προσπάθειες, ψύχραιμες εκτελέσεις και αποφάσεις με καθαρό
μυαλό. Η συνθήκη αυτή, το αγωνιώδες κυνήγι του σκορ υπό το φόβο να μην
διευρυνθεί το αντίπαλο προβάδισμα, επαναλήφθηκε δυστυχώς και άλλες φορές μέσα
στο επόμενο δίμηνο.
Ο ποδοσφαιριστής που θα έπρεπε να
έχει κλείσει την τετράδα των σέντερ μπακ ήδη από τις αρχές Αυγούστου, κατέφτασε
τελικά στις 8 Σεπτεμβρίου και δεν πρόλαβε να δηλωθεί στο ρόστερ των ομίλων του
Europa League. Παράλληλα, ποιοτική
αναβάθμιση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μέχρι το πέρας της καλοκαιρινής
μεταγραφικής περιόδου στα δύο άκρα της άμυνας, με την προσθήκη παικτών με επαρκή
ποιότητα και φυσική κατάσταση προκειμένου να αντέχουν απροβλημάτιστα βασικοί σε
σερί αγώνες Ελλάδας και Ευρώπης. Τα δίδυμα Ρότα-Σιντιμπέ στα δεξιά και
Χατζησαφί-Μοχαμάντι στα αριστερά παρέμειναν ως είχαν, με δεδομένες τις
αδυναμίες και των τεσσάρων. Έλλειμμα αντίληψης και επιπολαιότητα του Ρότα, το
ίδιο ως ένα βαθμό και για τον Σιντιμπέ συν τις περιορισμένες αντοχές του, μικρή
έως μηδενική συμβολή στο επιθετικό παιχνίδι του Μοχαμάντι, αδυναμίες στο
αμυντικό του Χατζησαφί. Προσθήκη δεν έγινε ούτε στα κεντρικά/αμυντικά χαφ, όπου
περιβλήθηκε με εμπιστοσύνη ο Γαλανόπουλος πίσω από τους Σιμάνσκι-Γιόνσον. Στο
επιθετικό κομμάτι, οι τραυματισμοί του Λιβάι Γκαρσία και του Σέρχιο Αραούχο,
των δύο περσινών βασικών επιθετικών, στέρησαν από την ομάδα τους δύο παίκτες με
το εντονότερο πρέσινγκ στην πρώτη γραμμή άμυνας του αντιπάλου, με τους ρόλους
τους να μην καταλήγουν σε σταθερούς αντικαταστάτες.
Όλα τα παραπάνω,
συνυπολογισθείσας της προαναφερθείσας επαυξημένης σωματικής και πνευματικής
κόπωσης ένεκα των ευρωπαϊκών αγώνων, προκάλεσαν ένα μόνιμο ανακάτεμα της
βασικής 11άδας και συνετέλεσαν στο φαινόμενο της δημιουργίας δύο
de facto ξεχωριστών
«ομάδων» μέσα στο ίδιο ρόστερ, μιας «ευρωπαϊκής» και μιας «εγχώριας». Βίντα-Μουκουντί
συνέθεσαν σχεδόν αναγκαστικά το «ευρωπαϊκό» δίδυμο, Κάλενς-Μήτογλου το
«εγχώριο». Οι Ρότα-Σιντιμπέ και οι δύο Ιρανοί μπαινόβγαιναν διαρκώς στην 11άδα,
αλλάζοντας ο ένας τον άλλον, με τους Σιντιμπέ και Χατζησαφί να είναι οι
«βασικότεροι» στα ευρωπαϊκά ματς. Σιμάνσκι, Γιόνσον και Πινέδα εισήλθαν σε
λογική διαχείρισης κόπωσης σε αρκετά εγχώρια ματς και κάπως έτσι ο Γαλανόπουλος
από τα 225 αγωνιστικά λεπτά σε ολόκληρο το περσινό πρωτάθλημα βρέθηκε φέτος να
μετρά 500 μόλις στο 1/3 του πρωταθλήματος, ξεκινώντας μάλιστα 5 φορές βασικός.
Ο δε Μάνταλος, από μια στοχευμένη ποιοτική αλλαγή 20 ως 30 λεπτών που υπήρξε
πέρσι (με σκοπό το κράτημα μπάλας ψηλά, μερικά ποιοτικά αγγίγματα για καλή
κυκλοφορία, μια-δυο κάθετες), καταγράφοντας 1013 λεπτά σε ολόκληρο το πρωτάθλημα,
φέτος έχει ξαναγίνει βασικός (ως αντι-Γιόνσον, αντι-Πινέδα μέχρι και
αντι-Αραούχο) και έχει πιάσει ήδη στη 13η αγωνιστική 639 λεπτά. Μπροστά, το
περσινό βασικό επιθετικό δίδυμο Γκαρσία-Αραούχο αναβίωσε μόνο σε ένα ματς(!),
στο 3-0 με τη Λαμία, όπου, συμπτωματικά ή όχι, αμφότεροι σκόραραν. Τη γραμμή
κρούσης έχουν συνθέσει φέτος διάφορα άλλα δίδυμα: Πόνσε-Τσούμπερ, Φαν
Βερτ-Τσούμπερ, Τσούμπερ-Μάνταλος, Πόνσε-Αραούχο, Αραούχο-Μάνταλος… Στο δεξί
άκρο της επίθεσης ο Άμραμπατ ανέλαβε βασικός στους ομίλους του
Europa League (ξεκίνησε
στην 11άδα και στα 5 μέχρι τώρα ματς) και μπαίνει αλλαγή στο πρωτάθλημα (8
συμμετοχές, μόνο σε 1 βασικός), ενώ το αντίστροφο συμβαίνει με τον Ελίασον που
αποτελεί τον βασικό δεξιό εξτρέμ του πρωταθλήματος (12 φορές βασικός) και
μπαίνει αλλαγή στην Ευρώπη. Στα αριστερά ο Γκατσίνοβιτς μόλις 4 φορές έχει
ξεκινήσει βασικός στο πρωτάθλημα και έχει μοιραστεί τη θέση με μια πλειάδα
συμπαικτών του: Πινέδα, Πιζάρο, Τσούμπερ, Μάνταλο…
Η ανωτέρω ιστορηθείσα διαρκής
εναλλαγή προσώπων είναι λογικό να εικάσουμε ότι επηρέασε αρνητικά την -κατά το
κλισέ- λεγόμενη «χημεία» της ομάδας, τις αλληλοκαλύψεις, τις συνεργασίες, τις
σωστές τοποθετήσεις, τις συνεννοήσεις και επιστροφές σε θέση άμυνας. Με μεγάλο
κόπο και έχοντας χρειαστεί πολύ χρόνο κατάφερε εσχάτως η ΑΕΚ να «δέσει», να
περιορίσει τις μεγάλες ευκαιρίες που της δημιουργούν οι αντίπαλοι (προφανώς δεν
γίνεται να της μηδενίσει, το απαγορεύει η φύση του αθλήματος), να κινδυνεύει
λιγότερο, να αισθάνεται περισσότερο ασφαλής και να αρχίσει να κρατά το μηδέν
παθητικό στα παιχνίδια της. Θλιβερή εξαίρεση αυτή της Καισαριανής κόντρα στην
ομάδα-«σφραγίδα» Κηφισιά, όταν και πάλι, σε μια επανάληψη της πρεμιέρας με τον
άλλο νεοφώτιστο, υπήρξε ακραίο ροτέισον. Χαρακτηριστικό ότι ο διαθέσιμος Βίντα
δεν μπήκε ποτέ στο παιχνίδι για να προστατευτεί το «εύθραυστο» 0-1, ούτε ακόμα
και όταν χρειάστηκε αλλαγή ο Κάλενς. Αντ’ αυτής της κίνησης εισήλθε στο τεραίν ο
μέχρι τότε συμμετέχων μόνο σε ματς της ΑΕΚ Β’ αριστερός μπακ Σταύρος Πήλιος και
αγωνίστηκε ως σέντερ μπακ στη θέση του Κάλενς ο Μοχαμάντι, σε μια στιγμή
παραφροσύνης βγαλμένη από το σημειωματάριο του Γιαννίκη στο Χαριλάου.
Εξάλλου, η επιστροφή του Μάνταλου
σε ρόλο βασικού και η μεγαλύτερη παρουσία των Γαλανόπουλου και Μήτογλου έχει
χαμηλώσει τη συνολική ποιότητα της 11άδας. Ο Μήτογλου δεν έχει την καλή πρώτη
πάσα από την άμυνα του Βίντα, δεν έχει προφανώς την κλάση, την εμπειρία και την
οξυδέρκειά του, δεν έχει την τεχνική του Μουκουντί. Ο Γαλανόπουλος δεν είναι
στο ίδιο επίπεδο σε κλεψίματα, πίεση, επιστροφές στην άμυνα με τους
Σιμάνσκι-Γιόνσον. Ο Μάνταλος συμβάλλει μεν στην διατήρηση κατοχής μπάλας, αλλά δεν
έχει την ταχυδύναμη και τεχνική του Πινέδα για να βγάζει την μπάλα από την
άμυνα και να εφορμά κάθετα εμπρός, ούτε μπορεί να πρεσάρει ακατάπαυστα όπως όλοι
οι υπόλοιποι χαφ του ρόστερ. Επικράτησε ένας μεγάλος μύθος από πέρσι,
θεμελιωμένος στο κυπελλικό ντέρμπι ΑΕΚ-Ολυμπιακός 3-0: ότι η ΑΕΚ διέθετε -και
συνεχίζει άρα να διαθέτει- δύο ισάξιες 11άδες ή ότι κάθε παίκτης του ρόστερ
μπορούσε/μπορεί να αναπληρώσει τέλεια έναν άλλον.
Η ΑΕΚ πέρσι, παρά τα αντιθέτως
θρυλούμενα, είχε ξεκάθαρα βασικούς και σταθερές. 4-1-3-2 με Αθανασιάδη στο
τέρμα (ο Στάνκοβιτς ξεκίνησε νο.1 στη σαιζόν, λόγω ίωσης έχασε τη θέση του και
την τελείωσε ως ο κυπελλικός κήπερ), Βίντα-Μουκουντί στο κέντρο άμυνας, Ρότα
δεξιά (ο πιο αδύναμος κρίκος της 11άδας), Χατζησαφί αριστερά (σε μια προσωπικά υπερβατική
σαιζόν, «τίμιος»), Σιμάνσκι ή Γιόνσον στο 6άρι, Ελίασον δεξί χαφ/εξτρέμ, Πινέδα
κεντρικό/επιθετικό χαφ, Γκατσίνοβιτς αριστερό χαφ, Αραούχο περιφερειακό φορ/εννιάμισι,
Γκαρσία 9άρι. Όταν έσπασαν το πόδι του Ελίασον το Νοέμβριο στην Τρίπολη, ο
πολύπειρος Άμραμπατ από «12ος παίκτης» αντικατέστησε επάξια τον Σουηδό,
αναλαμβάνοντας εκείνος βασικός στα δεξιά, όταν δε ο Αραούχο χτύπησε το γόνατό
του στα πλέι-οφ και τέθηκε εκτός, «βγήκε μπροστά» και «κουβάλησε» ο –βάσει
δυνατοτήτων άξιος για βασικός, αλλά ως τότε σε δεύτερο ρόλο λόγω και του
προβλήματός του στα πλευρά– Τσούμπερ. Επιπλέον, στα διαστήματα που απουσίαζε ο
Γκατσίνοβιτς στα αριστερά κάλυπτε τη θέση του ο Πινέδα και οι Σιμάνσκι-Γιόνσον
έπαιζαν μαζί στον άξονα, ο πρώτος 6άρι και ο δεύτερος 8άρι, ενώ ποιοτικά λεπτά
εδώ κι εκεί έδινε σταθερά καθ’ όλη τη σαιζόν ο Μάνταλος (6 φορές βασικός, 24
αλλαγή). 13-14 παίχτες. Αυτοί. Όλοι οι υπόλοιποι είχαν καθαρά συμπληρωματικό
ρόλο: Μοχαμάντι και Σιντιμπέ οι δύο αναπληρωματικοί πλάγιοι μπακ, Τζαβέλλας από
το Αγρίνιο και έπειτα ο τρίτος ιεραρχικά στόπερ, Μήτογλου ο τέταρτος με μόνο
522 λεπτά σε 8 συμμετοχές, Φαν Βερτ τρίτο φορ με περιορισμένη παρουσία, κυρίως μετά
το Δεκέμβρη, Φερνάντες κάποια ποιοτικά λεπτά εδώ κι εκεί από Γενάρη και
Γαλανόπουλος σκόρπια 225 λεπτά με μόνο μία παρουσία βασικός, στο ντέρμπι της
Λεωφόρου στα πλέι-οφ. Αυτή ήταν η περσινή πρωταθληματική ΑΕΚ. Δεν υπήρχε ίση
κατανομή στο χρόνο συμμετοχής, δεν υπήρχαν αλλεπάλληλες μαζικές διαφοροποιήσεις
στις 11άδες, παρά συγκεκριμένες που δεν συνέπεσαν όλες στο ίδιο χρονικό
διάστημα. Αυτό που έγινε στο περίφημο κυπελλικό 3-0 με τον ΟΣΦΠ, με τα δίδυμα
Τζαβέλλα-Μήτογλου και Γαλανόπουλου-Μάνταλου στο βασικό σχήμα, ήταν να ευτυχήσουμε
να προηγηθούμε γρήγορα 2-0 από αντίπαλα λάθη (στα οποία πάντως συνέβαλε και η
πίεσή μας) και εν συνεχεία να διαχειριστούμε σωστά το προβάδισμα, μέχρι ο
Ματίας να αλλάξει σταδιακά αναπληρωματικούς με βασικούς στο β’ ημίχρονο: τον
Γαλανόπουλο με τον Σιμάνσκι, τον Τζαβέλλα με τον Βίντα, τον –ακόμα τότε σε β’
ρόλο– Τσούμπερ με τον Αραούχο, τον Μάνταλο με τον Πινέδα. Όπως άλλωστε πολύ
εύστοχα είχε αποφανθεί κάποτε ο Μανόλο Χιμένεθ, σημασία δεν έχει μόνο ποιοι
ξεκινούν ένα παιχνίδι αλλά και ποιοι το τελειώνουν. Ίσως να μην ήταν τυχαίο ότι
το σκορ πρόκρισης εξασφαλίστηκε και εντέλει διευρύνθηκε και σε 3-0 με όσο το
δυνατόν «βασικότερο» σχήμα εντός των τεσσάρων γραμμών.
Επίθεση
Και η επίθεση; Επικαλούμενος και
πάλι μετρήσεις της
Opta μέσω
Sport24,
πέρσι η ΑΕΚ στον α’ γύρο κρινόταν η «πιο απειλητική» ομάδα και πατούσε την
αντίπαλη περιοχή κατά μ.ο. 27,4 φορές ανά παιχνίδι. Σε πιο απλοϊκά στατιστικά,
είχε σκοράρει σε 13 ματς 23 φορές (1,77 γκολ/αγώνα) και είχε μείνει «άσφαιρη»
μόνο σε δύο περιπτώσεις: στην ήττα 0-1 στη Ριζούπολη από το Βόλο και στο 0-0
του Καραϊσκάκη. Σημειωτέον ότι στο τέλος του β’ γύρου η ΑΕΚ είχε αυξήσει τις
ενέργειες μέσα στη μεγάλη περιοχή σε 30,7 ανά ματς, νούμερο-ρεκόρ από τη σαιζόν
2019-20, ενώ ο μ.ο.
xGoals της διαμορφωνόταν στα 1,34.
Φέτος η Ένωση, που φέρεται να αδυνατεί
να βάλει γκολ, έχει σκοράρει ακριβώς τον ίδιο αριθμό τερμάτων: 23 (1,77 γ/α). Επιθετικά
η ομάδα έκανε το καθήκον της, σκοράροντας έστω μία φορά, στα 12 από τα 13 έως
τώρα ματς. Δεν βρήκε δίχτυα μόνο στο Ηράκλειο απέναντι στον ΟΦΗ, στη μοναδική μας
ήττα, στο μόνο από τα έως σήμερα 36+13 = 49 ματς ελληνικού πρωταθλήματος με τον
Ματίας στο τιμόνι που με κριτήριο τη διαφορά
xGoals, η ΑΕΚ ήταν χειρότερη σε απόδοση από τον αντίπαλο. Όσον
αφορά τα
xGoals υπέρ ο μ.ο. της ανέβηκε στα 1,57 ενώ ο μ.ο. ενεργειών της στην
αντίπαλη περιοχή ανά ματς εκτοξεύτηκε σε 35,2. Βελτίωσε δηλαδή το σχετικό ρεκόρ
που κατείχε.
Συμπερασματικά το πρόβλημα μάλλον
δεν είναι ότι χειροτέρεψε η επιθετική λειτουργία της ΑΕΚ σε σχέση με πέρσι, αλλά ότι δεν
βελτιώθηκε ακόμη περισσότερο η παραγωγή τερμάτων υπέρ της (>23 γκολ), ενώ βάσιμα
θα μπορούσε, και αυτό μάλιστα συνέβη την ίδια στιγμή που βελτίωσαν την
παραγωγικότητά τους όλοι οι υπόλοιποι συνδιεκδικητές, γεγονός που ενίσχυσε την
εντύπωση της δικής μας αναποτελεσματικότητας. Προτείνονται δύο βασικοί λόγοι
για αυτή τη μη βελτίωση, την μη επίτευξη ακόμη περισσότερων τερμάτων σ’ αυτό το
πρώτο 1/3 του πρωταθλήματος: α) έχει αναφερθεί ήδη ο πρώτος: πολλές βεβιασμένες,
επιπόλαιες εκτελέσεις υπό το ψυχολογικό άχθος του μόνιμου κυνηγιού του σκορ,
συνδυαζόμενο με τη φοβία ότι δεν υπάρχει ασφάλεια στα μετόπισθεν και ελλοχεύει
ο κίνδυνος για διεύρυνση του αντίπαλου προβαδίσματος, κυρίως στην αρχή της
σαιζόν, β) η απουσία ή η κακή κατάσταση των πιο αξιόπιστων εκτελεστών μας. Το
αλμεϊδικό παιχνίδι αποτελεί τον ορισμό της αμεσότητας. Βασίζεται στην ένταση,
την πίεση, την ταχύτητα. Όταν κερδίζεται η μπάλα ψηλά στο 1/3 του αντιπάλου
χάρη στο πρέσινγκ μας ή όταν χτίζεται η δική μας επίθεση με την αγαπημένη
τακτική της αλλαγής πλευράς παιχνιδιού, απαιτούνται γρήγορες αποφάσεις και
άμεσες εκτελέσεις για να μην δοθεί το χρονικό περιθώριο να οργανωθεί ο
αντίπαλος και να καλύψει το αριθμητικό μειονέκτημα που έχει προκύψει στα
μαρκαρίσματα. Θεωρητικά οι περισσότερο εξοικειωμένοι ποδοσφαιριστές με την τέχνη
αυτή, της σωστής τελικής ενέργειας, του τελειώματος φάσεων, είναι οι φορ. Όταν
αυτοί απουσιάζουν και οι προσπάθειες που θα έπαιρναν μοιράζονται σε μη φύσει
φορ, λογικό είναι να περιμένεις από τους τελευταίους να μην τελειώνουν το ίδιο
ποιοτικά τις φάσεις. Όταν οι φορ είναι μεν παρόντες, αλλά διανύουν περίοδο
κακής φόρμας, όταν είναι μόνιμα «ανέτοιμοι» λόγω τραυματισμών, νομοτελειακά οι
τελικές τους θα αποβαίνουν χειρότερες ποιοτικά.
Φορ και σκοράρισμα
Ούτως ή άλλως, ας το
παραδεχτούμε, ούτε ο Αραούχο, ούτε ο Γκαρσία, ούτε ο Πόνσε είναι οι
υποτιθέμενοι «κίλερ» φορ με τα μεγάλα ποσοστά ευστοχίας και τα δεκάδες γκολ. Ο
Πόνσε μόνο στην ΑΕΚ τη σαιζόν 2018-19 σκόραρε διψήφιο αριθμό τερμάτων σε
πρωτάθλημα (16) στην δεκαετή ως σήμερα καριέρα του. Τον Αραούχο τον γνωρίζουμε
θέλω να πιστεύω καλά. Στην πρώτη του παρουσία με τα κιτρινόμαυρα (β’ γύρος
2016-17) είχε μείνει «άσφαιρος» σε 7 σερί παιχνίδια προς το τέλος της σαιζόν
πριν το νικητήριο στο φινάλε των πλέι-οφ με τον Πανιώνιο. Στην πρωταθληματική
σαιζόν 2017-2018 διένυσε ενάμιση μήνα (Σεπτέμβριο-Οκτώβριο) χωρίς γκολ στο
πρωτάθλημα (έβαλε εντέλει 11). Χαμένες ευκαιρίες; Για χάιλάιτς. Με τον Αστέρα
Τρίπολης πάνω στη γραμμή το 2018, στο Κύπελλο με τον Άρη το 2020 στην τρίτη
θητεία του στα κιτρινόμαυρα, στο κενό τέρμα πέρσι στο 0-2 του α’ γύρου στο Χαριλάου.
Το «δύσκολο» γκολ είναι η μεγάλη αρετή του Σέρχιο, όχι η υψηλή παραγωγικότητα.
Νομίζω πως με το πέρασμα του χρόνου και ο ίδιος έχει αντιληφθεί την αδυναμία
του και συνειδητά απεκδύεται το ρόλο του βασικού εκτελεστή, αναλαμβάνοντας περισσότερα
δημιουργικά καθήκοντα. Όσο για τον Γκαρσία, τις ίδιες κραυγαλέες ευκαιρίες που
πρόλαβε να χάσει φέτος (π.χ. Μπράιτον-ΑΕΚ, ΑΕΚ-Μαρσέιγ), τις έχανε και πέρσι
(π.χ. τελικός κυπέλλου κόντρα στον ΠΑΟΚ ένα λεπτό πριν αποβληθεί ο Ρότα). Απλώς
πέρσι ήταν σχεδόν πάντα διαθέσιμος, σε ημιάγρια κατάσταση και έβρισκε
πολλαπλάσιο αριθμό τελικών ανά ματς, έστω μία εκ των οποίων κατέληγε επιτέλους στα
δίχτυα.
Δεδομένης της μόνιμης απουσίας
Γκαρσία, των συχνών ενοχλήσεων του Αραούχο, της πιθανής μη προσαρμογής ακόμα
του Πόνσε και της κάκιστης εμφάνισης του Φαν Βερτ στα 3 παιχνίδια που του
δόθηκαν, μπορώ να πω ότι είναι και επίτευγμα που η ΑΕΚ έχει σκοράρει τα ίδια
γκολ με πέρσι στο 1/3 του πρωταθλήματος, έχοντας πάρει μόλις 3 γκολ από 4 φορ μαζί.
Επίτευγμα που πιστώνεται στον αναμορφωτή μας, Ματίας Αλμέιδα. Η απώλεια του
Λιβάι θα κατέστρεφε οποιαδήποτε άλλη ομάδα επένδυε τόσο πολύ πάνω του. Όσες
φορές και να αστοχεί, πρόκειται για παίκτη που δημιουργεί συνεχώς ευκαιρίες και
για τον εαυτό του και για τους συμπαίκτες του, ακόμα και «από το πουθενά», χάρη
στα ξεπετάγματά του, την εκρηκτικότητα, την επιτάχυνση στα πρώτα μέτρα, που
εισέρχεται με άνεση στα καρέ του αντιπάλου προκαλώντας επικίνδυνες καταστάσεις.
Πέρσι είχε μετατρέψει σε αυλή του σπιτιού του τις αντίπαλες περιοχές. Όλη αυτήν
τη δημιουργία η ομάδα φέτος την στερήθηκε. Όπως επίσης έχει στερηθεί δημιουργία
από τον άξονα, με πολύ λιγότερες κάθετες εφορμήσεις και διεμβολισμούς από
Γκατσίνοβιτς και Πινέδα, εφόσον ο πρώτος δεν διάγει περίοδο φόρμας και ο
δεύτερος αφενός παίζει λιγότερο (πέρσι είχε κάνει το 36/36 στη λίγκα), αφετέρου
αναλώνεται πολύ περισσότερο σε αμυντικά καθήκοντα και «ειδικές αποστολές» (βλ.
Βόλο που έπαιξε δεξί μπακ-χαφ). Κι όμως, η αγέλη του Πελάδο έχει αναπληρώσει
όλες αυτές τις τελικές και τα γκολ καθώς παραμένει πιστή στο απαιτητικό πλάνο
επίθεσης του προπονητή της που εγγυημένα παράγει τελικές, ανεξαρτήτως ποιότητάς
τους, ενώ συνεχίζει σταθερά να εκμεταλλεύεται τις στατικές φάσεις (άλλος ένας
μύθος ότι δήθεν φέτος ξεκίνησε να σκοράρει από στημένα, ενώ ήδη από πέρσι
έβρισκε γκολ και από αυτήν την πηγή).
Αν κάπου έχει όντως στοιχίσει η
μη βελτίωση στο σκοράρισμα, αν πράγματι υφίσταται ζήτημα αναποτελεσματικότητας,
είναι στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το επίπεδο δυσκολίας έχει ανέβει κατακόρυφα
από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 και έπειτα στο
Champions’ και στο
Europa League, αφού στην απόφαση
Μποσμάν του 1996 που άνοιξε την ψαλίδα μεταξύ των κλαμπ των πλούσιων χωρών και
των υπολοίπων, ήρθαν να προστεθούν, από το 2009 και εντεύθεν, τα επαυξημένα
χρηματικά έπαθλα της UEFA που διεύρυναν κι άλλο το χάσμα ανάμεσα σε αυτούς που
τα έχουν εγγυημένα κάθε χρόνο και αυτούς που δεν έχουν το ίδιο συχνή πρόσβαση.
Οι τοπ 30-40 ευρωπαϊκοί σύλλογοι έχουν την ευχέρεια να παρατάσσουν άμυνες
απέναντι στις οποίες ομάδες χαμηλότερης ποιότητας, έστω και ελαφρώς
χαμηλότερης, δεν έχουν την άνεση να δημιουργούν τόσο μεγάλο αριθμό μεγάλων
ευκαιριών, ώστε να αντέχουν να τις «σπαταλούν», ελπίζοντας πως η στατιστική και
μόνο θα φροντίσει κάποια στιγμή να γίνει η μία γκολ. Αντιστρόφως, οι επιθέσεις
των συλλόγων αυτών είναι πλέον τόσο βελτιωμένες σε σχέση με το παρελθόν που το
πατροπαράδοτο ηρωικό ελληνικό «τσούκου-τσούκου μπολ», της καταστροφής του
παιχνιδιού του αντιπάλου και της αναμονής πίσω από την μπάλα για το «μισό
μηδέν», δεν αρκεί για την εξασφάλιση αποτελεσμάτων. Χρειάζεται ένταση και
ενεργητική αναζήτηση του γκολ. Πράγματα που καταφέρνει η ΑΕΚ χάρη στην
αγωνιστική φιλοσοφία του Αλμέιδα. Στον προπονητή μας οφείλουμε κυρίως τους 4
πόντους που έχουμε πάρει στον όμιλο του
Europa League.
Ετυμηγορία, «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» και ανταγωνισμός
Εντέλει, ενόψει του β’ γύρου του
πρωταθλήματος, το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι η ΑΕΚ συνεχίζει να
κινείται στην τροχιά της κανονικότητας στην οποία εισήλθε το καλοκαίρι του 2022.
Κάνει για δεύτερη σερί σαιζόν πρωταθλητισμό, κάτι που είχαμε να δούμε από την
4ετία Νικολαΐδη, είναι «ευχάριστη στο μάτι» για τον θεατή-οπαδό, έχει από εξαιρετική
έως αξιοπρεπή εικόνα σε ματς υψηλών απαιτήσεων, δηλαδή σε ντέρμπι και Ευρώπη,
τα δε προβλήματα που την ταλανίζουν είναι εξηγήσιμα και ασφαλώς επιδέχονται
επίλυσης. Πρόκειται για συνήθη προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε
υγιής ποδοσφαιρικός οργανισμός: κακή φόρμα ποδοσφαιριστών (π.χ. Γκατσίνοβιτς),
τραυματισμοί (π.χ. Γκαρσία), ανάγκη διαχείρισης κόπωσης (χαρακτηριστικό είναι
ότι ο Πινέδα παίζει ασταμάτητα από το καλοκαίρι του 2022, λόγω Μουντιάλ πέρσι
το Δεκέμβριο και Γκολντ Καπ τον Ιούλιο), λάθος αποφάσεις προπονητή (π.χ. η
τετραπλή αλλαγή στο 60’ στο ματς με τον Ατρόμητο που αποσυντόνισε την ομάδα, οι
υπερβολές στο ροτέισον με Πανσερραϊκό και Κηφισιά), αργή προσαρμογή νέων
παικτών στον τρόπο παιχνιδιού (π.χ. Πόνσε, ο οποίος φυσικά δεν είναι αντι-Γκαρσία,
αλλά μια θεωρητικά βελτιωμένη έκδοση του Φαν Βερτ), έλλειψη ομοιογένειας, όχι εξαιτίας
της ποιότητας των παικτών ή της προπόνησης, αλλά λόγω συγκυριών, η οποία έλλειψη
δεν βοηθάει και την ένταξη και προσφορά νέων παικτών στην ομάδα (βλ. Πισάρο,
πώς να αποδώσει τα μέγιστα όταν δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να ενταχθεί σε μια
σταθερή 11άδα με τους καλύτερους δυνατούς συμπαίκτες, αλλά κάθε Κυριακή παίζει
πασπαρτού ρόλους εν μέσω ριζικά διαφορετικών συνθέσεων;).
Εντούτοις, την άποψη αυτή δεν τη
συμμερίζεται μέρος του κιτρινόμαυρου κόσμου ή έστω δεν την συμμεριζόταν κατά το
μεγαλύτερο διάστημα αυτού του πρώτου φετινού γύρου, θεωρώντας τα μέχρι στιγμής
γεγονότα πισωγύρισμα και «νέο 2018». Είναι κατανοητή μια τέτοια αντίδραση. Έχει
καταστεί επώδυνο τραύμα στο συλλογικό υποσυνείδητο του ΑΕΚτζή αυτό που έκανε ο
Μελισσανίδης και η διοίκησή του, υποβαθμίζοντας το αγωνιστικό σκέλος ακριβώς
μετά την, αναπάντεχη κατά τον ίδιο, κατάκτηση του τίτλου του 2018. Ευτυχώς πλέον
τα αγωνιστικά ζητήματα είναι ξεκάθαρα η προτεραιότητα της ΑΕΚ, τα βήματα εκμοντερνισμού
είναι δεδομένα, το κλαμπ ευθυγραμμίζεται, έστω και πολύ αργά και με μικρά
βήματα με τον ποδοσφαιρικό κόσμο του σήμερα. Π.χ. σίγουρα όφειλε να αναβαθμίσει
παραπάνω την ποιότητα του ρόστερ, ειδικά στην άμυνα, για να μπορεί να ανταπεξέλθει
καλύτερα στον συνδυασμό εγχώριου πρωταθλητισμού και παρουσίας στην Ευρώπη. Ωστόσο διατήρησε όλες τις «κολώνες» της, όλα τα βασικά της στελέχη και έκανε όλες τις απαραίτητες
ποσοτικά προσθήκες. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία σύγκριση με εκείνο το μοιραίο
καλοκαίρι.
Εξάλλου, ας προταθεί και μια
δεύτερη εξήγηση για την δυσπιστία και τους αφορισμούς απέναντι στη φετινή
ομάδα. Από την τελευταία εποχή «κανονικότητας», ήτοι την τετραετία 2004-2008
και μέχρι το περσινό νταμπλ, αφαιρουμένης της απαραίτητης για το μελισσανίδειο
ζερό-ριστάρτ μαύρης τριετίας 2012-2015, ο ΑΕΚτζής βίωσε πρωταθλητισμό μόνο μία
φορά: τη σαιζόν 2017-2018. Τις υπόλοιπες 10 σαιζόν συνήθισε μια ΑΕΚ
τριτοτέταρτη και τεταρτοπέμπτη, ειδικά δε την τετραετία 2018-2022 είδε μια από τις
χειρότερες όλων των εποχών. Ο κιτρινόμαυρος κόσμος ξέχασε σ’ αυτό το διάστημα τι
σημαίνει πρωταθλητισμός. Διότι δεν είναι μόνο χαρά και ενθουσιασμός. Σημαίνει
και άγχος, αγωνία, αίσθηση του ανολοκλήρωτου, εκνευρισμό, υψηλές απαιτήσεις, απογοητεύσεις,
πίκρα ενώπιον της αποτυχίας. Στην προηγούμενη παρατεταμένη παρακμιακή εποχή ο
ΑΕΚτζής βρήκε ένα πολύ άνετο καταφύγιο στο μαύρο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό
και μεταβόλισε όλες του τις στενοχώριες για την συρρίκνωση του «μεγέθους» της ομάδας
σε αστειάκια και
memes του Τσίλι Καφενείου και του
Abaluben. Το ξεβόλεμα ήρθε απότομα πέρσι
και η επαναφορά στις εργοστασιακές ρυθμίσεις δεν είναι τόσο εύκολη. Είναι πολύ
πιο ελαφρύ και άνετο για την καθημερινή ψυχολογία σου να αντιμετωπίζεις μια
ήττα με τρολαρίσματα, αφού άλλωστε δεν χάνεις και κάποιο στόχο, από το να σε
κατακλύζουν οι προβληματισμοί εφόσον αντιλαμβάνεσαι το κόστος της. Δεν τον αντέχουν όλοι τον πρωταθλητισμό.
Επειδή τα πάντα στη ζωή είναι
σχετικά, η όποια απαισιοδοξία υπάρχει ίσως οφείλεται εν μέρει και στον
ανταγωνισμό. Πέρσι ΟΣΦΠ και ΠΑΟΚ υπήρξαν προβληματικοί εξαρχής, για όσους δε
πραγματικά ασχολούνται και επενδύουν συναισθηματικά στο ποδόσφαιρο ήταν ηλίου
φαεινότερο ότι η πορεία του ΠΑΟ στον α’ γύρο ήταν πλασματική και δεν μπορούσε
να συνεχίσει έτσι. Μπορούσε να δει κανείς πως παρά τις μικρές διαφορές, σε
τελική ανάλυση το πρωτάθλημα θα εξελισσόταν σε μια κούρσα για δύο, ΑΕΚ και ΠΑΟ,
με φαβορί βάσει απόδοσης την ΑΕΚ. Φέτος και οι τρεις συνδιεκδικητές είναι βελτιωμένοι,
δεν έχουν κάνει τις δύο γκέλες που έχει κάνει η ΑΕΚ με Πανσερραϊκό και Κηφισιά,
ήτοι δεν έχουν απολέσει τόσους βαθμούς σε ματς που ήταν καλύτεροι και μάλιστα
με τέτοιους ανίσχυρους αντιπάλους, σκοράρουν πολύ και ίσως το κυριότερο, δεν αφήνουν
περιθώρια αμφιβολίας στους «μικρούς» ότι μπορούν να διεκδικήσουν κάτι στο ματς
απέναντί τους.
Υπάρχουν πάντως και λόγοι
αισιοδοξίας ως προς τον ανταγωνισμό. Σχετικά με τον ΠΑΟΚ, το μικρό βάθος του
ρόστερ του και η χαμηλή ποιότητα των φορ του. Κρίσιμη γι’ αυτόν η χειμερινή
μεταγραφική περίοδος. Αναφορικά με τον ΠΑΟ, ο προπονητής του. Ο «προτελευταίος
των Μοϊκανών» (γιατί «ο τελευταίος» είναι πια εκείνος ο φουκαράς ο προπονητής της
Ντνίπρο που μάλλον θα κλήθηκε κι αυτός ο δόλιος να επιλέξει ανάμεσα στο ματς
και την υγεία των ποδοσφαιριστών, τότε που τους έστειλε αδιάβαστους το τσιρλιό
από τα χαλασμένα προγεύματα) παρά την αγάπη και το προδέρμ των ΑΡΔ είναι μέγας «ύπνος»
όσον αφορά την παρέμβαση μέσα στο ματς και τη διαχείριση των αγώνων που «στραβώνουν».
Άτολμος, με άστοχες αλλαγές προσώπων και μια συχνή καταφυγή σε ένα παλαιολιθικό
4-2-4, βγαλμένο από τις πιο υγρές ονειρώξεις του Μπάγεβιτς, που κόβει στα δύο
την ομάδα του. Είθε να συνεχίσει έτσι και είθε ο πορτοκαλί βόθρος να συνεχίσει
να τον λιβανίζει και να τον αναγορεύει σε προφέσορα. Τέλος, ο ΟΣΦΠ έχει εδώ και
χρόνια εκφυλιστεί σε μια εμπορική επιχείρηση του ολιγάρχη ιδιοκτήτη του. Είναι
μια μπουτίκ κρεάτων, ένα σούπερ μάρκετ μανατζεροπροϊόντων, χαμένο σε τρίγωνα,
τετράγωνα και πολύγωνα μεταξύ Ελλάδας-Αγγλίας-Πορτογαλίας, ζέχνοντας παράλληλα
μια απωθητική τοξικότητα και μισανθρωπιά. Προφανώς μέσα σε όλο αυτό το χάος
πάντα καταφέρνει να διαθέτει κάποιες ποιοτικές μονάδες, οι οποίες σε συνδυασμό με
την εξωαγωνιστική του ισχύ τον καθιστούν υπολογίσιμο συνδιεκδικητή. Ως εκεί όμως.
Κατακλείδα
Θα επαναλάβει η ΑΕΚ το περσινό
νταμπλ; Προφανώς και δεν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα, το σίγουρο όμως είναι
ότι θα διεκδικήσει ξανά το πρωτάθλημα, όπως αρμόζει στην ιστορία της, ειδικά αν
κινηθεί σωστά στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο. Είναι λογικό να περιμένουμε να
λυθεί κάποια στιγμή το ζήτημα των ενοχλήσεων και τραυματισμών των Γκαρσία,
Αραούχο, μόλις δε αυτό συμβεί, θα έρθουν φυσιολογικά και τα περισσότερα
τέρματα. Αν –ο μη γένοιτο– δεν επανέλθει ποτέ ο Γκαρσία, η απόκτηση φορ με τα
δικά του χαρακτηριστικά είναι επιτακτική τον Ιανουάριο. Η ανάγκη για ποιοτική
αναβάθμιση στα πλάγια μπακ παραμένει σταθερή από το καλοκαίρι, ενώ θα προκύψει
και ποσοτικό ζήτημα στην αμυντική γραμμή τον Ιανουάριο, αν οι δύο Ιρανοί μας κληθούν
στο Ασιατικό Κύπελλο και ταυτόχρονα ο Μουκουντί λείψει για το Κουπ ντ’ Αφρίκ
(και όχι Κόπα Άφρικα με μόλις 1 στις 54 χώρες να μιλά ισπανικά, κουίζ: ποια;). Τυχόν
αποκλεισμός από τη συνέχεια στο
Conference,
μολονότι απευκταίος, θα λύσει οριστικά το ζήτημα του αναγκαστικού ροτέισον, στο
οποίο πάντως αναμένεται να προστεθεί και να βοηθήσει ο άτυχος Πάολο Φερνάντες.
Όσο για το κύπελλο, θέλω να πιστεύω ότι δεν θα δούμε στα δύο ματς με τον Άρη
11άδες με Πήλιο, Ρόκσον, Λαμαράνα, Γαλανόπουλο, Μάνταλο και τέτοιου είδους
επιλογές. Για τον Άρη αυτά τα δύο ματς είναι όλη η σαιζόν. Εκτεταμένο ροτέισον,
μπλαζέ προσέγγιση, υποτίμηση, θα μας οδηγήσουν σε πρόωρο αποκλεισμό, ενώ ο
δρόμος μετά από αυτές τις αναμετρήσεις είναι ορθάνοιχτος για δεύτερο σερί
τελικό.
Ισημερινή Γουϊνέα μιλούν ισπανικά; Δεν το έψαξα, ούτε θα το ψάξω, θα περιμένω απάντηση από δω. Απλά ολίγον τι καμμένος με τη μπάλα μου ήρθαν στο μυαλό δυο παίκτες που μου έκαναν εντύπωση όταν τους έβλεπα στο Προ, Μπαλμπόα ο ένας, που έπαιξε Ρεάλ και Μποντίπο ο άλλος. Αυτά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύγε ανώνυμε (άφησε και ένα όνομα) και έξτρα εύσημα για τους δύο παίκτες. Τον Μπαλμπόα τον θυμάμαι και εγώ στη Ρεάλ, Προ 2008. Δεν μου λέει τίποτα ο Μποντίπο, βλέπω έχει παίξει στην Ντεπορτίβο Λα Κορούνια.
ΔιαγραφήΚαι από ότι βλέπω σχεδόν όλο το ρόστερ του τουρνουά αγωνίζεται στην Ισπανία. Αξιόλογο φορ φαινόταν ο Μποντίπο. Και σίγουρα καλύτερη καριέρα από Μπαλμπόα.
ΔιαγραφήΠολύ καλο .
ΑπάντησηΔιαγραφή