Menu

HALL OF SHAME

Ποδόσφαιρο: Ψωμιάδης, Γρανίτσας, Παππάς, Νοτιάς, Θανόπουλος, Αδαμίδης, Κασνακίδης, Δημητρέλος, Original, ΑΡΔ
Μπάσκετ: Φιλίππου, Γρανίτσας, Δρόσος, Καραμανλής, Original - Βόλεϊ: Αλεξίου, Original, ΑΡΔ

Τα κορυφαία κιτρινόμαυρα αμυντικά δίδυμα


Στην ΑΕΚ, την ομάδα διαχρονικά των μεγάλων επιθετικών, όταν καταδυόμαστε στην παρελθοντολογία, συνήθως τα σχόλιά μας περιστρέφονται γύρω από τους παίκτες που στελέχωναν την κιτρινόμαυρη γραμμή κρούσης. «Ποιο ήταν το καλύτερο επιθετικό δίδυμο», «ποια η καλύτερη τριπλέτα», «ποιοι επιθετικοί ταίριαζαν καλύτερα μεταξύ τους» απασχολούν σε μεγάλο βαθμό τις «καφενειακές» ιστοριολάγνες ποδοσφαιροκουβέντες μας. Παρά ταύτα, στο πέρασμα των δεκαετιών, τη φανέλα με το Δικέφαλο έχουν φορέσει εξίσου κορυφαίοι σέντερ μπακ και μάλιστα αρκετοί από αυτούς έχουν συνθέσει αξιομνημόνευτα αμυντικά δίδυμα. Αν θέλαμε να δημιουργήσουμε μια λίστα με τα 10 κορυφαία, ποιους συνδυασμούς θα επιλέγαμε; Στην παρούσα ανάρτηση θα κατατεθεί μία πρόταση στην παραπάνω απορία, λαμβάνοντας υπόψη: διάρκεια συνύπαρξης, ατομικές ικανότητες, «χημεία» μεταξύ του διδύμου, συμβολή σε αγωνιστικές επιτυχίες.
 
 
Νο.10: Κάρλος Γκαμάρα – Μιχάλης Καψής (2001-2002)

Ο Παραγουανός κεντρικός αμυντικός, ίσως ο κορυφαίος στην ιστορία του ποδοσφαίρου της χώρας του, με παρουσία σε τρία Μουντιάλ (1998, 2002, 2006) αγωνίστηκε στην ΑΕΚ τη σαιζόν 2001-2002 και ακόμα μνημονεύεται ως ένας από τους κορυφαίους σέντερ μπακ όλων των εποχών της κιτρινόμαυρης ιστορίας, ο μόνος συγκρινόμενος με τον Στέλιο Μανωλά. Τυχεροί όσοι προλάβαμε να τον δούμε, ο άνθρωπος παρέδιδε σεμινάρια άμυνας, παίζοντας για «δύο», αφού ο Φερνάντο Σάντος ατυχώς τον συνταίριαξε με τον Ροντρίγκο Ράμος «Φερούζεμ», τον βασιλιά της γκέλας... Με τον καλύτερο από τους υπόλοιπους αμυντικούς του ρόστερ εκείνης της περιόδου, ήτοι το Μιχάλη Καψή, έπαιξε μαζί ως δίδυμο μόλις 5 ματς πρωταθλήματος, 3 ευρωπαϊκά και 2 κυπελλικά: το μεγαλειώδες 0-4 μέσα στην Τούμπα και το νικηφόρο τελικό με τον Ολυμπιακό. 10 ματς όλα κι όλα... Μεγάλο κρίμα που δεν αγωνίστηκαν περισσότερο μαζί...

 
 
Νο.9: Σωτήρης Κυργιάκος – Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (2008-2009)

Ο βασικός σέντερ μπακ της Εθνικής Σουηδίας και ο επί χρόνια βασικός σε Παναθηναϊκό, Ρέιντζερς, Άιντραχτ Φρανκφούρτης Σωτήρης Κυργιάκος φαινομενικά υπήρξαν παίκτες όμοιων χαρακτηριστικών. Σωματώδεις αμφότεροι, κυρίαρχοι στον αέρα, ικανότατοι κεφαλοσφαιριστές, αργοί με την μπάλα χαμηλά, δυναμικοί στο τσαρτζ με τον αντίπαλο. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε ο ένας να καλύψει τις αδυναμίες του άλλου (λ.χ. στην ταχύτητα), συνέθεσαν ένα αξιόπιστο δίδυμο, αποφεύγοντας να εκτεθούν. Το αγωνιστικό έλλειμμα άλλωστε εκείνης της ΑΕΚ που σε γενικές γραμμές ήταν ομάδα πρωταθληματικών δυνατοτήτων (ρόστερ με Σκόκο, Μπλάνκο, Τζιμπούρ, Εντίνιο, Πελετιέρι, Μπασινά, Καφέ, Σάχα, Μάχο) εντοπιζόταν στα πλάγια μπακ και κυρίως στη φιγούρα στην άκρη του πάγκου: αρχικά το φαντασμένο Γιώργο Δώνη, μια πέρα ως πέρα λάθος εκτίμηση του Ντέμη, και εν συνεχεία, μετά την παραίτηση του τελευταίου από την προεδρία, τον παρωχημένο πλέον Μπάγεβιτς. Μετά την τραγική απώλεια του Κυπέλλου από τον ΟΣΦΠ, οι δρόμοι των δύο σέντερ μπακ χώρισαν, με τον Κυργιάκο να μεταγράφεται έναντι 3 εκατομμυρίων ευρώ στη Λίβερπουλ και τον Μαϊστόροβιτς να παραμένει για ένα ακόμα χρόνο πριν αφεθεί ελεύθερος –λόγω του υψηλού του συμβολαίου- για να υπογράψει στη Σέλτικ.

 
 
Νο.8: Στέλιος Μανωλάς – Γιώργος Κούτουλας (1988-1990)

Αδιαμφισβήτητα ο Στέλιος Μανωλάς υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας κεντρικός αμυντικός όλων των εποχών. Δεν υστερούσε σε κανένα στοιχείο που απαιτούνταν για το ρόλο που υπηρετούσε. Ήταν υψηλόσωμος, αλτικός, δυνατός, ανθεκτικός στις μονομαχίες, «καθαρός» στα μαρκαρίσματα παρά τη «σκληράδα» του, γρήγορος για το ύψος του, επαρκώς τεχνίτης για τη θέση, εύστροφος, καλός κεφαλοσφαιριστής. Συνεισέφερε σε κάθε τομέα του παιχνιδιού: ανάσχεση αντίπαλων επιθέσεων, προώθηση και οργάνωση παιχνιδιού, σκοράρισμα (47 γκολ συνολικά στην κιτρινόμαυρη καριέρα του, κυρίως με κεφαλιές, αλλά και με σουτ μετά από προωθήσεις του, ενώ έχει σκοράρει δύο φορές και με φάουλ!). Με 18 χρόνια καριέρας στα κιτρινόμαυρα (1979-1998) αγωνίστηκε με διψήφιο αριθμό παρτενέρ στο κέντρο της άμυνας και αναπόφευκτα τους επισκίασε όλους. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί στο δικό του επίπεδο και είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς με ποιον από όλους λειτούργησε καλύτερα ως ζευγάρι. Ακριβώς ίσως επειδή ο Μανωλάς ήταν ξεκάθαρα ο καλύτερος αμυντικός στη χώρα και αποτελούσε «μια άμυνα μόνος του», δε χρειάστηκε ποτέ να αποκτηθεί έτερο σέντερ μπακ μεγάλου βεληνεκούς. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο Μανωλάς καταλαμβάνει πάντα το νο.1 στα σχετικά αφιερώματα που αφορούν σέντερ μπακ ως μονάδες, δεν έχει μείνει στη συλλογική μνήμη ως το ήμισυ κάποιου κορυφαίου διδύμου. Για την ιστορία, ο Στέλιος αφού ξεκίνησε ως δεξί μπακ στα πρώτα του βήματα και εν συνεχεία μαθήτευσε δίπλα στο βετεράνο Πέτρο Ραβούση, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και έπειτα, έχοντας πια καθιερωθεί ως πρωταγωνιστής στο κέντρο της άμυνας, συνυπήρξε με τον Τάκη Καραγκιοζόπουλο, το Σωτήρη Μαυροδήμο, το Γιώργο Πεππέ, το Γιώργο Κούτουλα που έπαιζε επίσης και ως αριστερό μπακ, τους πλάγιους μπακ Βασιλόπουλο, Χατζή όταν αυτοί έπαιζαν κατά συνθήκη στο κέντρο άμυνας, το Βάιο Καραγιάννη που κι αυτός έπαιζε κυρίως πλάγιο μπακ, το Μανώλη Παπαδόπουλο, το Μιχάλη Βλάχο, το Νίκο Κωστένογλου, ακόμα και τον πάλαι ποτέ αντίπαλό του Γιάννη Καλλιτζάκη. Βάσει αριθμών ίσως πιο επιτυχημένο να υπήρξε το δίδυμο του Μανωλά με το Γιώργο Κούτουλα (στο ρόστερ από το 1987 ως το 1998) που σχηματίστηκε κατά τη διετία 1988-1990, κατά την οποία η ομάδα κατέκτησε ένα πρωτάθλημα, ένα λιγκ καπ και ένα σούπερ καπ, ανέδειξε την καλύτερη άμυνα του πρωταθλήματος δύο σερί φορές (20 γκολ παθητικό το 1989, 18 γκολ το 1990), το δε παθητικό των 18 γκολ σε 34 αγώνες του 1989-1990 είναι η καλύτερη αμυντική επίδοση του συλλόγου σε λίγκα 18 ομάδων / 34 αγωνιστικών, έχοντας σημειωθεί μόλις μία φορά ακόμα, το 1970-1971.

 
 
Νο.7: Μαουρίτσιο Ράιτ – Μιχάλης Καψής (2002-2003)

Κλασικός συνδυασμός ψηλού, δυνατού, αργού, κυρίαρχου στον αέρα σέντερ μπακ που δίνει «βάθος» στην άμυνα, με κοντύτερο, γρηγορότερο, ικανό μαντουμανδόρο στόπερ. Ο μουντιαλικός Μαουρίτσιο Ράιτ και ο μετέπειτα πρωταθλητής Ευρώπης Μιχάλης Καψής συνέθεσαν το βασικό αμυντικό δίδυμο της προσωπικά αγαπημένης μου ΑΕΚ, αυτής του 2002-2003, που είχε τη δυνατότητα να πετύχει νταμπλ και να φτάσει σε 16άδα ChampionsLeague ή προημιτελικούς Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ και στο τέλος τα έχασε όλα για λεπτομέρειες... Αξιόπιστο εν γένει ζευγάρι εν μέσω ενός ρόστερ αστέρων (Ντέμης, Τσάρτας, Ζαγοράκης, Κατσουράνης, Λάκης, Γεωργάτος, Μπορμπόκης, Κασάπης, Ίβιτς κ.α.), χωρίς να λείπουν και οι μελανές στιγμές, όπως η ανεκδιήγητη εμφάνιση αμφότερων, κυρίως του Ράιτ, στην ήττα-σοκ από τον Ακράτητο με 3-2 στα Λιόσια στον α’ γύρο του πρωταθλήματος.

 
 
Νο.6: Τραϊανός Δέλλας – Σωκράτης Παπασταθόπουλος (2006-2008)

Κατά την τετραετή προεδρία Ντέμη Νικολαΐδη η ΑΕΚ παρέτασσε εν γένει αξιόπιστα αμυντικά δίδυμα. Μπρούνο Άλβες – Νίκος Κωστένογλου τη σαιζόν 2004-2005, Γιώργος Αλεξόπουλος – Μπρούνο Τσιρίλο το 2005-2006, Τραϊανός Δέλλας – Μπρούνο Τσιρίλο το 2006-2007, Τραϊανός Δέλλας – Ζεράλδο Άλβες το 2007-2008, Τραϊανός Δέλλας – Σωκράτης Παπασταθόπουλος κυρίως το 2007-2008, Σωτήρης Κυργιάκος – Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς το 2008-2009. Από όλα τα προαναφερθέντα ντουέτα, θεωρητικά το καλύτερο αλληλοσυμπλήρωμα επιτεύχθηκε μεταξύ του «Κολοσσού» και του Σωκράτη. «Βάθος» να δίνει ο Δέλλας, στην μπάλα να βγαίνει ο Σωκράτης, πλεονέκτημα ο ένας στο ύψος, ο άλλος στην ταχύτητα, «καθαροί» στις επεμβάσεις και οι δύο και αρκετά τεχνίτες, αποτέλεσαν τις βασικότερες επιλογές των Φερέρ και Κωστένογλου, συνδυασμένοι πάντως, πότε ο ένας, πότε ο άλλος και με τον Ζεράλδο Άλβες και βοήθησαν στην κατάκτηση μιας κούπας που όμως δεν μπήκε ποτέ στην κιτρινόμαυρη τροπαιοθήκη, αλλά κατέληξε στο ράφι με τα άλλα κίβδηλα στον Πειραιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη τη σαιζόν ο Δικέφαλος σημείωσε ρεκόρ χαμηλότερου παθητικού σε πρωτάθλημα 16 ομάδων / 30 αγωνιστικών στην ιστορία του συλλόγου (17 γκολ κατά), ρεκόρ που έσπασε 10 χρόνια αργότερα από την ΑΕΚ του Μανόλο Χιμένεθ και αποτελεί πλέον και εθνικό ρεκόρ. Η μικρή διάρκεια συνύπαρξης δεν τους επιτρέπει να βρίσκονται πιο ψηλά.

 
 
Νο.5: Αποστόλης Τόσκας – Κώστας Τριανταφύλλου (1969-1972)

Το βασικότερο κεντρικό δίδυμο στην «καρδιά» της «εποχής Στάνκοβιτς» (1968-1973) και κυρίως στο πρωτάθλημα του 1970-1971, στο οποίο η ΑΕΚ συνδύασε τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ελλάδας με το παράσημο της κορυφαίας άμυνας της λίγκας: 18 γκολ παθητικό σε 34 αγώνες (σημειωτέον ότι ταυτόχρονα ανέδειξε και την κορυφαία επίθεση, με 67 γκολ). Ο Τόσκας ήρθε στην ομάδα από τα Τρίκαλα, ενώ ο Τριανταφύλλου υπήρξε προϊόν των κιτρινόμαυρων ακαδημιών. Έπεσαν κατευθείαν στα βαθιά, αφού κλήθηκαν να αναπληρώσουν το κενό των Βασιλείου-Μπαλόπουλου, με στήριγμα τον «παλιό» Γιώργο Κεφαλίδη που διασώθηκε των εκκαθαρίσεων του Γιουγκοσλάβου προπονητή και εναλλασσόταν μεταξύ δεξιού και κεντρικού μπακ. Η πορεία τους υπήρξε διαφορετική, αφού το τέλος για τον Τριανταφύλλου ήρθε σύντομα, μετά από τρεις σαιζόν, ενώ ο Τόσκας μακροημέρευσε, ζώντας τη χρυσή εποχή Μπάρλου, μολονότι πλέον αναπληρωματικός των Νικολάου-Ραβούση.

 
 
Νο.4: Γιώργος Παπαδόπουλος – Γιώργος Γάσπαρης (1938-1940)

Στην εποχή του συστήματος 2-3-5, σε ένα ποδόσφαιρο διαφορετικό σε σχέση με αυτό που γνωρίζουμε σήμερα, υπήρξαν οι παίκτες που συνέθεταν το «2» σε μια ομάδα-όνειρο που σάρωσε τα πάντα στο διάβα της, κατέκτησε 3 στους 4 πανελλήνιους τίτλους μέσα σε δύο σαιζόν και εν συνεχεία χάθηκε στη δίνη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου… Οι δύο Γιώργηδες, πρόσφυγες και οι δύο, από τα Δαρδανέλια ο Παπαδόπουλος, από τη Σμύρνη ο Γάσπαρης, βασικοί ταυτόχρονα και της Εθνικής Ομάδας των χρόνων εκείνων, συνέχισαν και μεταπολεμικά να διαφεντεύουν την αμυντική γραμμή, πλαισιωμένοι πλέον από τον Γουλιέλμο Αρβανίτη. Οι εκ των στυλοβατών της πρώτης μεγάλης ΑΕΚ πρέπει να έχουν καπαρωμένη μια σημαίνουσα θέση σε κάθε σχετικό αφιέρωμα, παρά το γεγονός ότι δυστυχώς δεν έχουμε τηλεοπτικά πλάνα από τα πεπραγμένα τους, παρά μόνο περιγραφές εφημερίδων της εποχής τους.

 
 
Νο.3: Ντμίτρο Τσιγκρίνσκι – Όγκνιεν Βράνιες (2017-2018, 2019-2020)

Ως μονάδες αποτελούν ασφαλώς ποδοσφαιριστές με ελαττώματα. Αργός και με μικρή αλτικότητα ο Ουκρανός, οξύθυμος, με έλλειμμα συγκέντρωσης και μέγας «καρτάκιας» ο Βόσνιος. Με έναν ακατάλληλο παρτενέρ, μειονεκτήματα τέτοια μπορούν να αποδειχθούν μέχρι και μοιραία. Αγωνιζόμενοι ο ένας πλάι στον άλλον όμως και δη υπό την καθοδήγηση ενός ικανού προπονητή, όπως ο Μανόλο Χιμένεθ, οι Τσιγκρίνσκι-Βράνιες συνέθεσαν επί 1,5 χρόνο, από το Γενάρη του 2017 μέχρι το Μάη το 2018, το βασικότερο αμυντικό δίδυμο μιας ΑΕΚ που κατέληξε να κατακτήσει το πρωτάθλημα Ελλάδας σημειώνοντας την κορυφαία αμυντική επίδοση όλων των εποχών σε πρωτάθλημα 16 ομάδων / 30 αγωνιστικών: μόλις 12 γκολ παθητικό. Αλτικός, εκρηκτικός, πάντα πρώτος στην μπάλα ο Όγκνιεν, οργανωτικός, διορατικός, δίνοντας «βάθος» ο Ντμίτρο, αλληλοσυμπληρώθηκαν ιδανικά και έδωσαν στην ομάδα την πολυπόθητη σιγουριά στα μετόπισθεν, στοιχείο απαραίτητο για πρωταθλητισμό. Το καλοκαίρι του 2018 ο Βράνιες παραχωρήθηκε έναντι 3.5 εκατομμυρίων ευρώ στην Άντερλεχτ και αντικαταστάθηκε ανεπιτυχώς από το Μάριο Οικονόμου. Το πρωταθληματικό ντουέτο αναβίωσε για μερικές ακόμα εμφανίσεις τη σαιζόν 2019-2020, με ολοένα όμως πιο καταπονημένο τον «γυάλινο» Ουκρανό και λιγότερη «χημεία», βοήθησε ωστόσο, έστω κι έτσι, στην ανάκαμψη του β’ γύρου υπό έναν μέτριων ικανοτήτων μεν, στοιχειωδώς σοβαρό επαγγελματία κόουτς δε, το Μάσιμο Καρέρα.

 
 
Νο.2: Τάσος Βασιλείου – Φώτης Μπαλόπουλος (1965-1969)

Οι πρώτοι σέντερ μπακ που συνδυασμένοι στο κέντρο άμυνας χαράχτηκαν στη συλλογική ΑΕΚτζήδικη μνήμη ως υποδειγματικό αμυντικό δίδυμο και μέτρο σύγκρισης για τους επόμενους της θέσης. Πειραιώτες αμφότεροι, από την Κοκκινιά ο Βασιλείου, από τον Κορυδαλλό ο Μπαλόπουλος, ήρθαν στην Ένωση με ένα χρόνο διαφορά, το 1965 ο πρώτος, μια σαιζόν νωρίτερα, το 1964 ο δεύτερος, διεθνείς αμφότεροι. Συνέθεσαν το βασικό δίδυμο υπερασπιστών των κιτρινόμαυρων καρέ για 4 σαιζόν, μέχρι το 1969. Δυναμικοί στον τρόπο παιχνιδιού, ψυχωμένοι και καλοί αθλητές, ο Βασιλείου περισσότερο ως σημείο αναφοράς όλης της αμυντικής γραμμής, ο Μπαλόπουλος κυρίως ως ο άνθρωπος ειδικών μαρκαρισμάτων. Πολύ σύντομα κέρδισαν το σεβασμό από φίλους και αντιπάλους και την αγάπη του φίλαθλου κοινού. Ειδικά ο Βασιλείου επανειλημμένα αναδεικνυόταν από τον Τύπο μέλος της κορυφαίας 11άδας του πρωταθλήματος, ενώ αποκόμισε και το τιμητικό προσωνύμιο «βράχος». Συνέβαλαν στην κατάκτηση του κυπέλλου του 1966, του πρωταθλήματος του 1968 και στην πορεία ως τα προημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1969. Τα δύο «λιοντάρια» της ενωσίτικης άμυνας θα μπορούσαν να παραμείνουν για πολλά περισσότερα χρόνια και να προσφέρουν στο σύλλογο, δυστυχώς όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι με πρόωρο και άδοξο τέλος. Αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων αμφότεροι είχαν μπει στο στόχαστρο της χούντας, ειδικά ο Βασιλείου που απείχε από την Εθνική Ομάδα, αντιδρώντας στον εκτοπισμό του πατέρα του στη Γυάρο. Ως γνωστόν, οι χουντικοί παρενέβαιναν στα σωματεία της εποχής, παύοντας διοικητικά στελέχη που δεν ήταν της αρεσκείας τους. Η ΑΕΚ όχι απλά δεν θα μπορούσε να γλιτώσει, αλλά, ούσα σωματείο με παλαιόθεν δημοκρατική καταγωγή και παράδοση, υπέφερε τα μέγιστα, με απώλεια εκατοντάδων άξιων μελών και στελεχών, μεταξύ των οποίων του τιτάνα Κλεάνθη Μαρόπουλου, τεχνικού διευθυντή της μέχρι το 1967, που εκπαραθυρώθηκε και αυτός λόγω των αριστερών του φρονημάτων, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για διάφορους «φυτευτούς» «παράγοντες» και «παραγοντίσκους». Χωρίς να υπάρχει κανείς να προστατέψει τους παίκτες εντός του συλλόγου, οι άνθρωποι της χούντας βρήκαν σαν αφορμή τον αποκλεισμό της ΑΕΚ από την Παναχαϊκή με 4-2 στο Κύπελλο τον Ιούνιο του 1969, κατηγόρησαν τους Βασιλείου-Μπαλόπουλο σαν δήθεν «στημένους» και δρομολόγησαν την εκδίωξή τους από την ομάδα... Ανέλπιστο «σύμμαχο» βρήκαν στο πρόσωπο του Γιουγκοσλάβου τεχνικού της Ένωσης, Μπράνκο Στάνκοβιτς, ο οποίος για τους δικούς του αγωνιστικούς λόγους επιθυμούσε γενική ανανέωση του έμψυχου δυναμικού (αποχώρησαν πάνω-κάτω την ίδια εποχή και οι Σταματιάδης, Σοφιανίδης, Παπαγεωργίου, Ιορδάνου, έχασε τη θέση βασικού ο Σεραφείδης, ενώ ήρθαν οι Τόσκας, Τριανταφύλλου, Θεοδωρίδης, Λαβαρίδης κ.α.).



 
Νο.1: Λάκης Νικολάου – Πέτρος Ραβούσης (1974-1982)

Υπήρξε το δίδυμο της «χρυσής εποχής» του Λουκά Μπάρλου, της ομάδας που έφτασε στα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, πέτυχε νταμπλ, κατέκτησε δεύτερο σερί πρωτάθλημα (και παραλίγο δεύτερο σερί νταμπλ) και γενικά αποτέλεσε μόνιμη διεκδικήτρια του πρωταθλήματος για 8 χρόνια. Δε θα μπορούσαν να μην βρίσκονται στο νο. 1. Πέτρος και Παντελής έσμιξαν στα μετόπισθεν την αγωνιστική περίοδο 1974-1975, όταν ο πρώτος διένυε την τρίτη σαιζόν του στην Ένωση, ενώ ο «γιατρός» την τέταρτη, αγωνιζόμενος προηγουμένως ως σέντερ φορ. Ιθύνων νους για το ζευγάρωμα που έγραψε ιστορία δεν ήταν άλλος από τον αναμορφωτή προπονητή Φράντισεκ Φάντροκ, επί τετραετία εκλέκτορα της Εθνικής Ολλανδίας του Κρόιφ, ο οποίος, δίπλα στον δυναμικό, ικανότατο μαντουμανδόρο Ραβούση, είδε στο πρόσωπο του Νικολάου έναν ιδανικό «λίμπερο», επαρκή τεχνικά για να οργανώνει το παιχνίδι από τις πίσω γραμμές, ψηλό και αλτικό συνάμα για τις μονομαχίες και εν γένει ευφυή ως προς την αντιμετώπιση επικίνδυνων καταστάσεων. Το ντουέτο διατηρήθηκε από όλους τους διαδόχους του μεγάλου Ολλανδοτσέχου κόουτς και η άμυνα της ΑΕΚ, που με τέτοια υπερσυσσώρευση επιθετικού ταλέντου, υπό άλλες συνθήκες θα έμοιαζε αχίλλειος φτέρνα, απέκτησε την απαιτούμενη ασφάλεια και σταθερότητα για πρωταθλητισμό (χαρακτηριστικό είναι ότι στην 11άδα της εποχής συνυπήρχαν συνήθως 6-7 επιθετικογενείς παίκτες, δεξί μπακ από την είσοδο του Μπάγεβιτς και μετά έπαιζε ο πρώην φορ Μουσούρης, ο Παπαϊωάννου από φορ είχε γυρίσει στα χαφ, ο Αρδίζογλου, ειδικά επί Σταματιάδη, από εξτρέμ έπαιξε αρκετές φορές μπακ). Τα ονόματα του κορυφαίου αμυντικού διδύμου των κιτρινόμαυρων χρονικών δεν έλειψαν ούτε από τους πίνακες των σκόρερ. Εμφανώς μεγαλύτερη η ευχέρεια του Νικολάου στο σκοράρισμα, πρώην σέντερ φορ γαρ, το πλεκτό πάντως το «μάτωσε» κάποιες φορές και ο Ραβούσης. 16 γκολ συνολικά μέτρησε ο Λάκης ως αμυντικός (έχοντας «προίκα» από την προηγούμενη θέση του άλλα 29), ενώ 5 πρόσθεσε από τη μεριά του ο Πέτρος. Πρωταγωνιστές σε όλες τις μεγάλες στιγμές της αρμάδας του θείου Λουκά οι δρόμοι τους χώρισαν το καλοκαίρι του 1982, όταν ο Νικολάου αποσύρθηκε για να υπηρετήσει την ομάδα από το πόστο του γιατρού, ενώ ο Ραβούσης συνέχισε να διαφεντεύει τα μετόπισθεν για δύο ακόμα σαιζόν.

3 σχόλια :

  1. ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΦΙΛΕ! ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΥΡΗ ΧΑΧΑΧ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΟΠΕΝ ΕΧΕΙΣ? ΠΩΣ ΤΗ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΕΝΟΨΕΙ ΝΕΑΣ ΣΕΖΟΝ? ΓΙΑ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗ ΠΟΙΑ ΓΝΩΜΗ ΕΧΕΙΣ ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. 1) Η συγκεκριμένη δημοσκόπηση είναι μεν για γέλια, ωστόσο η ΑΕΚ έχει τεράστιο πρόβλημα στις νέες γενιές στη Βόρεια Ελλάδα, ακόμα και εδώ στην Αλεξανδρούπολη το βλέπεις που μέχρι το 2009 κάθε σχολική τάξη ζήτημα να είχε έναν (1) Παοκσή. Θα συνεχίσει να έχει πρόβλημα όσο υπάρχει αυτή η διοίκηση που ως target group έχει τους φετιχιστές της Οπαπαρίνας και τους μπαρμπάδες που ξέμειναν στο προ-Μποσμάν ποδόσφαιρο.
      2) Μια από τα ίδια με το κλαμπ να συνεχίσει να μικραίνει. Μακάρι να ευθυγραμμιστούν πλανήτες και να κατακτήσουμε τρεμπλ, τι να πω...
      3) Ο Μιλόγεβιτς -τώρα που απαντώ έχουμε πλέον προπονητή- είναι ένας μέτριος κόουτς με μέτριο βιογραφικό και σε μια κανονική ΑΕΚ αυτό θα ήταν πρόβλημα. Δυστυχώς στη σημερινή δεν είναι, είναι το μικρότερο κακό. Η διοίκηση Μελισσανίδη είναι το εμπόδιο στην αγωνιστική επιτυχία της ομάδας, οι επιλογές της, οι προτεραιότητές της.

      Διαγραφή

Οι 10 δημοφιλέστερες αναρτήσεις της εβδομάδας