Λίγες ώρες αφού θα έχουν γραφτεί αυτές οι γραμμές, η δεκαετία του 2010 θα ρίχνει πίσω της την αυλαία. Για την ποδοσφαιρική ΑΕΚ η εν λόγω δεκαετία υπήρξε πιθανότατα η χειρότερη της ιστορίας της, περιέχουσα ευτυχώς και τρεις-τέσσερις «εφήμερες χαρές» εν είδει οξυγόνου για τον κιτρινόμαυρο κόσμο, ώστε να αντέξει μέσα στην παρατεταμένη αυτή παρακμιακή περίοδο. Κι αν το ημερολόγιο αλλάζει πλέον σελίδα και εφεξής θα πρέπει να συνηθίσουμε ως τρίτο ψηφίο των ετών που διανύουμε το δυάρι, η Ένωση δείχνει να παραμένει σε βαθύ τέλμα και να συνεχίζει στο ίδιο βιβλίο, να γράφει την ίδια ιστορία. Μια ιστορία ασύμβατη με αυτήν που έγραψε τις προηγούμενες, τουλάχιστον πέντε, δεκαετίες, μια ιστορία παραμορφωτική της συνολικής ιστορικής της διαδρομής, των συνολικών επιτευγμάτων της και σε τελική ανάλυση ακόμα και του ίδιου του μεγέθους της ως ποδοσφαιρικής οντότητας μέσα στο βάθος του χρόνου. Ή μήπως δεν είναι έτσι; Γιατί εσχάτως διακινείται ευρέως η άποψη ότι όσα βιώνουμε δεν αποτελούν παρά την «κανονικότητα» του συλλόγου.
Συνοψίζοντας την κατάσταση των
τελευταίων -grosso modo-
δέκα ετών, παρατηρούμε τα εξής: Για τέταρτη φορά τις τελευταίες πέντε σαιζόν η
ΑΕΚ αλλάζει ημερολογιακή χρονιά, ούσα πρακτικά εκτός διεκδίκησης του
πρωταθλήματος, με διψήφια διαφορά από την κορυφή: -12 φέτος, -13 πέρσι
(χωρίς να υπολογίζονται οι αφαιρέσεις βαθμών ΑΕΚ και ΠΑΟΚ), -16 τη σαιζόν 2016-17, -18 τη σαιζόν 2015-16. Την αμέσως
προηγούμενη τριετία είχε μεσολαβήσει η αυτοταπείνωση του υποβιβασμού και η
θητεία σε Γ’ και Β’ κατηγορία, ως προαπαιτούμενων (ήδη από το 2004) για να
αναλάβει η νυν διοίκηση. Αυτόματα προστίθενται στην αναλογία μας άλλα τρία
χρόνια de facto
αδυναμίας πρωταθλητισμού. Και νωρίτερα; -7
στο τέλος του α’ γύρου και -25 στο
τέλος της σαιζόν το αγωνιστικό έτος 2011-12, -13 και -23 τα
αντίστοιχα νούμερα για τη σαιζόν 2010-11, -17
και -17 για τη σαιζόν 2009-10, -12 και -16 για τη «μεταβατική» τελευταία σαιζόν της δεκαετίας του 2000. Μόνη
εξαίρεση όλα αυτά τα χρόνια, μόνος συνδετικός κρίκος με το 2008, η
πρωταθληματική σαιζόν 2017-18.
Δεκαετία ολόκληρη –και κάτι
παραπάνω– κατά την οποία η Ένωση να πρωταγωνίστησε μόνο μία φορά στο Πρωτάθλημα
Ελλάδας (ειρήσθω εν παρόδω, πάλι καλά να λέμε που κατόρθωσε και συνδύασε την
μοναδική αυτή πρόσφατη πρωταθληματική της πορεία με τίτλο), δε θα βρούμε, όσο
κι αν ψάξουμε στα βιβλία της Ιστορίας. Στην τρίτη της συμμετοχή στο θεσμό
(1933), η ΑΕΚ έπαιζε ήδη τελικούς πρωταθλήματος (κατά το τότε σύστημα) με ΟΣΦΠ
και Άρη. Έξι χρόνια μετά ήταν νταμπλούχος, την επομένη ξανά πρωταθλήτρια.
Διεκδικήτρια του τίτλου ξανά στο επόμενο πρωτάθλημα, το πρώτο μεταπολεμικό (1946).
Προκριθείσα στα τελικά του πρωταθλήματος το 1950 για να διεκδικήσει τον τίτλο,
μια τελική φάση όμως που δεν διεξήχθη εντέλει ποτέ. Και από το 1958 και μετά, για
5 δεκαετίες, σταθερά πρωταγωνίστρια δύναμη της λίγκας: 1958, 1959, 1960, 1963, 1965,
1967, 1968, 1970, 1971, 1975, 1976, 1977, 1978, 1979, 1980, 1981, 1985, 1988,
1989, 1990, 1992, 1993, 1994, 1996, 1997, 2002, 2003, 2005, 2008, όλες
περιπτώσεις κατά τις οποίες η ομάδα διεκδίκησε έμπρακτα, όχι «στα λόγια», τον
τίτλο.
Βεβαίως δεν σήκωσε κούπα σε κάθε
περίπτωση, δεν θα μπορούσε άλλωστε. Δεν αγωνιζόταν μόνη. Αμέτρητες δε μικρολεπτομέρειες
και αστάθμητοι παράγοντες μπορεί να παίξουν ρόλο στο ποιος θα κατακτήσει
εντέλει έναν τίτλο, μεταξύ ισοδύναμων ή ισάξιων συνδιεκδικητών. Χάρη στη
σταθερότητά της όμως, χάρη στις επιδόσεις της, η ΑΕΚ αναγνωριζόταν όλο αυτόν
τον μισό αιώνα από «φίλους» και «εχθρούς» ως κατεξοχήν ομάδα πρωταθλητισμού, ως
εξ ορισμού πρωταγωνίστρια του εγχώριου πρωταθλήματος. Κι ας πλασαριζόταν
εντέλει 3η στις κατά καιρούς συνολικές στατιστικές κατηγορίες, κανένα κόμπλεξ
δεν πρέπει να υπάρχει επ’ αυτού. Πράγματι 3η ήταν, ανήκουσα όμως επί ίσοις
όροις αγωνιστικά στην «πρώτη ταχύτητα» με τους δύο άλλους μπροστά της. Κι ας
ξεκίνησε με το ντεσαβαντάζ της γέννησης μέσα από το αίμα και τις στάχτες της καταστροφής
και τον ιδρώτα της προσφυγιάς. Κι ας χτυπήθηκε βαναυσότερα από όλους από τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι ας υπολειπόταν ανέκαθεν οικονομικά και πληθυσμιακά από
τους βασικούς ανταγωνιστές της. Έβρισκε τον τρόπο και τα πρόσωπα (με ό,τι
συνέπειες βέβαια είχε αυτό, βλ. την εύκολη καλλιέργεια προσωπολατρίας) και κατόρθωνε
να καλύπτει αγωνιστικά το χάντικαπ. Κάποιος πολύ αυστηρός μάλιστα θα μπορούσε
να πει πως ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ένωση απώλεσε τον τίτλο ή
απέτυχε να τον διεκδικήσει, υπήρξαν αδικαιολόγητες με βάση τη δυναμική της.
Εκεί λοιπόν που κάποτε η
αυστηρότερη κριτική απέναντι στο Δικέφαλο ήταν να τον χαρακτηρίσει κανείς ίσως έναν
«underperforming» «underachieving» «μεγάλο»,
φτάσαμε στο σημείο, μέσα στον ίδιο τον κόσμο της ΑΕΚ, να διακινούνται αφηγήματα
και ιδεολογήματα από τα οποία ακούσια μπορεί να συναχθεί πως μάλλον εντέλει έχουμε
να κάνουμε με έναν «overachieving» «μικρό»!!!
Νομίζω ότι η αντιμετώπιση της πρόσφατης απογοητευτικής εν γένει παρουσίας της ΑΕΚ στο
πρωτάθλημα ως «κανονικότητας», όταν με μόλις ένα απλό ξεσκόνισμα των βιβλίων Ιστορίας
έρχεται σε τόσο κραυγαλέα αντίθεση με τα δεδομένα μισού τουλάχιστον αιώνα (ας
μην πω με το σύνολο της υπόλοιπης 80χρονης κιτρινόμαυρης Ιστορίας), δεν έχει
μία, μοναδική αφετηρία, αλλά περισσότερες.
Καταρχάς μεταξύ άλλων ως «κανονική» θα βλέπουν
την ΑΕΚ (της τελευταίας πενταετίας εν προκειμένω) οι αυλικοί του Μελ. Για
ευνόητους λόγους. Εάν ο τελευταίος δεν επαρκεί –προς το παρόν τουλάχιστον– να διατηρεί
την ομάδα στα μέτρα του παρελθόντος της, αντιθέτως η ομάδα προσαρμόζεται στα περιορισμένα
δικά του μέτρα, τα μέτρα αυτά πρέπει να βαφτιστούν πάση θυσία ιστορικά αρμόζοντα.
Πέρα από το ΑΡΔολόι και την ατζέντα του ωστόσο, μεγάλο κομμάτι της πλατιάς
μάζας των Ενωσιτών, χωρίς υστεροβουλία, έχει υιοθετήσει την άποψη περί «κανονικότητας»,
έχοντας απλά «συνθηκολογήσει», αποδεχόμενο το αφήγημα «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Το «ΤΙΝΑ» («There is no alternative»)
είναι άλλωστε δυστυχώς κυρίαρχο αφήγημα παγκοσμίως ως προς την πρόσληψη και αξιολόγηση
των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν και εισχωρεί και σε πολλές άλλες
εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Κομβικό ρόλο στην αποδοχή της κατάστασης
ως «κανονικής» έχει παίξει η χρονική απόσταση μεταξύ της κατάκτησης του
πρωταθλήματος του 2018, ενός πρωταθλήματος εν μέσω της τρέχουσας «εποχής»,
και της προηγούμενης κατάκτησης που χρονολογείται στα 1994. Η απόσταση αυτή 24
ετών έχει δώσει την ευκαιρία στους υποστηρικτές του αφηγήματος της «κανονικότητας
τουλάχιστον από τα πλέι-οφ του 2017 και εντεύθεν», να αφορίσουν συλλήβδην όλα
τα χρόνια μεταξύ 1994-2017 ως μια ενιαία περίοδο μιζέριας και αποτυχίας που
επιτέλους έλαβε τέλος. Ουδέν πιο διαστρεβλωτικό. Η Ένωση στο α’ μισό αυτής της περιόδου
(1994-2008) συνέχιζε να προστατεύει τα κεκτημένα της, έπαιζε ως επί το πλείστον
όμορφο ποδόσφαιρο, παρέτασσε σχεδόν πάντα την αφρόκρεμα του αθλήματος –για τα
ελληνικά δεδομένα– στο τεραίν και φυσικά διεκδίκησε τουλάχιστον τα μισά
πρωταθλήματα που διεξήχθησαν, όσες σαιζόν δε αδυνατούσε να τα διεκδικήσει,
τερμάτιζε ψηλά και αξιοπρεπώς. Ο λόγος δε που τα περισσότερα, αν όχι και όλα τα
πρωταθλήματα που διεκδίκησε δεν κατέληξαν στην τροπαιοθήκη της, δεν ήταν στο
κάτω-κάτω αγωνιστικός και δεν είχε καμία σχέση με το όποιο «συλλογικό μέγεθος».
Ειδικά για την περίοδο 1996-2008, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι διεξαγόταν ένας
θεσμός στον οποίο μοιράζονταν οι τίτλοι, σήκωναν κούπα όλοι και μόνο η δόλια η
ΑΕΚ έγραψε μηδέν και άρα απέτυχε; 11/12 μέτρησε ο ΟΣΦΚ, αυτή η κοινωνική
μάστιγα που εκθεμελίωσε το ελληνικό ποδόσφαιρο και πότισε δηλητήριο την
ελληνική ποδοσφαιρική κουλτούρα. Ένας λοιπόν μονοπωλούσε τους τίτλους, θεμιτά
και αθέμιτα και ένα μόνο του ξέφυγε –κι αυτό με τα χίλια ζόρια και σε μια
χρονική συγκυρία που τα εκατομμύρια του Champions’ League ήταν εξασφαλισμένα απευθείας και για τον δευτεραθλητή της λίγκας.
Μια έτερη αφετηρία μπορεί κανείς να υποθέσει ότι μπορεί να εντοπιστεί σε ένα κοινό άνω των 55-60 ετών (που πολύ φοβάμαι ότι είναι από τα πιο ευάριθμα ηλικιακά γκρουπ της οπαδικής μας βάσης), το οποίο κουρασμένο πια από τα χρόνια ενασχόλησης με την ποδοσφαιρική καθημερινότητα, έχει αρχίσει να εκλαμβάνει οποιαδήποτε κριτική και οποιοδήποτε προβληματισμό ως γκρίνια και μεμψιμοιρία. Πρόκειται εξάλλου για ένα κοινό που έχει «χορτάσει» από τίτλους, δόξα, μεγαλεία, μπαλάρα και παιχταράδες και ίσως νιώθει ότι δεν έχει ανάγκη από περαιτέρω αγωνιστικά επιτεύγματα και πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πλέον το μόνο που αποζητά ο οπαδός αυτής της κατηγορίας είναι χρόνια «ησυχίας» και «νοικοκυροσύνης» και μια θέση στο καινούριο γήπεδο, να ξαναμυρίσει τα «βρόμικα» από τις γηπεδικές καντίνες, να ξαναεκστομίσει την ατάκα με τους αντιπάλους που «χάνουν από τη Δεκελείας». Να ξανανιώσει νέος.
Το αφήγημα της «κανονικότητας» όσον αφορά το σήμερα του συλλόγου έχω την εντύπωση πως υιοθετείται επίσης από μερίδα οπαδών μας που έχουν «ανδρωθεί» μέσα σε αυτήν την τελευταία δεκαετία, δεν έχουν προλάβει την προ του 2008 ΑΕΚ και δεν πείθονται εύκολα από τις διηγήσεις παλαιοτέρων τους, όντες δύσπιστοι γενικά απέναντι στην παρελθοντολογία. Στις νέες αυτές γενιές βλέπω εξάλλου να έχει πολύ μεγάλη απήχηση ένας ιδιόμορφος κυνισμός, μία σκληρότητα, ένας σχεδόν νιχιλιστικός τρόπος πρόσληψης των πραγμάτων προβαλλόμενος ως δήθεν «ρεαλισμός», απότοκο ίσως της «εποχής της κρίσης».
Μια έτερη αφετηρία μπορεί κανείς να υποθέσει ότι μπορεί να εντοπιστεί σε ένα κοινό άνω των 55-60 ετών (που πολύ φοβάμαι ότι είναι από τα πιο ευάριθμα ηλικιακά γκρουπ της οπαδικής μας βάσης), το οποίο κουρασμένο πια από τα χρόνια ενασχόλησης με την ποδοσφαιρική καθημερινότητα, έχει αρχίσει να εκλαμβάνει οποιαδήποτε κριτική και οποιοδήποτε προβληματισμό ως γκρίνια και μεμψιμοιρία. Πρόκειται εξάλλου για ένα κοινό που έχει «χορτάσει» από τίτλους, δόξα, μεγαλεία, μπαλάρα και παιχταράδες και ίσως νιώθει ότι δεν έχει ανάγκη από περαιτέρω αγωνιστικά επιτεύγματα και πρωταγωνιστικούς ρόλους. Πλέον το μόνο που αποζητά ο οπαδός αυτής της κατηγορίας είναι χρόνια «ησυχίας» και «νοικοκυροσύνης» και μια θέση στο καινούριο γήπεδο, να ξαναμυρίσει τα «βρόμικα» από τις γηπεδικές καντίνες, να ξαναεκστομίσει την ατάκα με τους αντιπάλους που «χάνουν από τη Δεκελείας». Να ξανανιώσει νέος.
Το αφήγημα της «κανονικότητας» όσον αφορά το σήμερα του συλλόγου έχω την εντύπωση πως υιοθετείται επίσης από μερίδα οπαδών μας που έχουν «ανδρωθεί» μέσα σε αυτήν την τελευταία δεκαετία, δεν έχουν προλάβει την προ του 2008 ΑΕΚ και δεν πείθονται εύκολα από τις διηγήσεις παλαιοτέρων τους, όντες δύσπιστοι γενικά απέναντι στην παρελθοντολογία. Στις νέες αυτές γενιές βλέπω εξάλλου να έχει πολύ μεγάλη απήχηση ένας ιδιόμορφος κυνισμός, μία σκληρότητα, ένας σχεδόν νιχιλιστικός τρόπος πρόσληψης των πραγμάτων προβαλλόμενος ως δήθεν «ρεαλισμός», απότοκο ίσως της «εποχής της κρίσης».
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αν η ΑΕΚ
συνεχίσει να πορεύεται ομοίως και για τα επόμενα δέκα χρόνια, πιθανόν με μία
ακόμα μεμονωμένη κατάκτηση μεν, αλλά και με άλλες εννιά σαιζόν σε ρόλο «κομπάρσου» δε, παρακολουθώντας
από απόσταση την κορυφή, με «ταβάνι» την τρίτη θέση, αν συμπληρωθούν δηλαδή
πλέον δύο δεκαετίες τέτοιας καθημερινότητας, τότε πράγματι θα αρχίσει να εδραιώνεται μια νέα «κανονικότητα» που θα αρχίσει να κλείνει επικίνδυνα την ψαλίδα με την αυθεντική και θα υπονομεύει βάσιμα το status δεκαετιών.
Αδερφέ πολύ σωστο το άρθρο σου, δεν νοείται η ΑΕΚ να είναι εκτός τίτλου απ' τον Νοέμβρη. Το μόνο που κρατά τον ενωσιτη είναι το γήπεδο και επιβάλλεται με το που θα μπούμε εκεί να επιστρέψουμε στη κανονικοτητα που ξέραμε δηλαδή να παίζει η Αεκαρα στα Φιλαδέλφεια και να διεκδικεί τίτλους οτιδήποτε διαφορετικό θα είναι παταγωδη αποτυχία.
ΑπάντησηΔιαγραφή