Menu

HALL OF SHAME

Ποδόσφαιρο: Ψωμιάδης, Γρανίτσας, Παππάς, Νοτιάς, Θανόπουλος, Αδαμίδης, Κασνακίδης, Δημητρέλος, Original, ΑΡΔ
Μπάσκετ: Φιλίππου, Γρανίτσας, Δρόσος, Καραμανλής, Original - Βόλεϊ: Αλεξίου, Original, ΑΡΔ

Έλεγχος α' εξαμήνου σαιζόν 2018-2019



Γίνεται μια πρωταθληματική ομάδα να διαλυθεί μέσα σε μερικούς μήνες από την ίδια της τη διοίκηση; Γίνεται ένας οπαδικός κόσμος έμπλεος ενθουσιασμού και αισιοδοξίας να καταντήσει σε χρόνο ρεκόρ έρμαιο της πικρίας και της μιζέριας; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι καταφατικές. Όποιος διαφωνεί, αρκεί να ρίξει μια ματιά στη φετινή ποδοσφαιρική ΑΕΚ.


Είναι δικαιολογημένη καταρχάς η απογοήτευση και η καταδίκη από τη στιγμή που η ομάδα έχει στο ίδιο χρονικό σημείο (14η αγωνιστική καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές) το ίδιο πάνω-κάτω ρεκόρ Ν-Ι-Η με πέρσι; Στο 8-3-3 διαμορφώνεται μέχρι τώρα η φετινή επίδοση, ήτοι 27 αγωνιστικοί βαθμοί (δεν υπολογίζω για χάρη της σύγκρισης το -3), στο 9-3-2 = 30 βαθμοί βρισκόμασταν τον ίδιο καιρό πέρσι. Είναι δικαιολογημένη η τόσο σκληρή κριτική όταν φέτος ο σύλλογος συμμετείχε στους ομίλους του Champions' League, ενώ πέρσι δεν το είχε καταφέρει και αγωνίστηκε στο Europa League; Ή όταν και στο κύπελλο ακόμα προκρίθηκε από τον όμιλο στα νοκ-άουτ με την ίδια άνεση; Πρόκειται για ερωτήματα που θέτουν διάφοροι «συνήγοροι» της κιτρινόμαυρης διοίκησης τις τελευταίες εβδομάδες της μεγάλης αμφισβήτησης.

Κατά τη γνώμη μου η αρνητική στάση της πλειονότητας του κιτρινόμαυρου κόσμου είναι απόλυτα φυσιολογική, η δε σκληρή κριτική όχι απλά δικαιολογείται, αλλά επιβάλλεται. Η ψυχρή παράθεση αριθμών, απογυμνωμένη από περαιτέρω ανάλυση συγκεκριμένων κάθε φορά σχετικών πραγματικών περιστατικών, εύκολα αποβαίνει παραπλανητική. Προτιμότερο είναι να συλλογιστούμε το εξής: ανταποκρίνεται ο σύλλογος στις εκάστοτε απαιτήσεις; Αποδεικνύεται επαρκής ως προς τον ανταγωνισμό όπως αυτός διαμορφώνεται κάθε φορά;

Πέρσι λ.χ., αφού υπάρχει τέτοια πρεμούρα για σύγκριση, η ΑΕΚ είχε προβεί σε μια σειρά από σωστές κινήσεις και πληρούσε τις τότε προϋποθέσεις πρωταθλητισμού και τις προϋποθέσεις διάκρισης στο Europa League. Είχε κρατήσει έναν προπονητή που είχε δείξει ικανότατος στην αξιοποίηση του 100% των παικτών και στη διαχείριση αγώνων (χωρίς να λείπουν λάθη σαφώς). Είχε φροντίσει να διατηρήσει έναν κορμό παικτών που είχαν αποδείξει ότι ήταν άξιοι για να σηκώσουν το βάρος των εν λόγω απαιτήσεων (Αραούχο, Λάζαρος, Βράνιες, Γιόχανσον, Σιμόες, Τσιγκρίνσκι, Μάνταλος). Είχαν ξοδευτεί επιτέλους ποσά για αγορές / δανεισμούς με ρεαλιστικές προοπτικές αγοράς παικτών με «υπαρκτά» βιογραφικά (Λιβάγια, Τσόσιτς, Λόπεζ), με βάσιμες προσδοκίες να προσφέρουν και όχι «αχαρτογράφητων» παικτών-ρίσκων από «πανέρια». Όλα αυτά είχαν επισημανθεί σε περσινή παρέμβαση («Στο μέσον μιας φυσιολογικής σαιζόν», 31/12/2017). Και πάλι βέβαια η καλοκαιρινή μεταγραφική ενίσχυση θα μπορούσε να είναι ακόμα καλύτερη, με ένα δημιουργικό / επιθετικό κεντρικό χαφ κι έναν ακόμα ακραίο.

Τι συνέβη αντίστοιχα το φετινό καλοκαίρι; Δεδομένου μάλιστα ότι:
α) στόχος τέθηκε με κάθε επισημότητα από την διοίκηση η επανάληψη της κατάκτησης του πρωταθλήματος.
β) ο περσινός συνδιεκδικητής του τίτλου δεν αποδυναμώθηκε αγωνιστικά, ενώ ταυτόχρονα ισχυροποιήθηκε ακόμα περισσότερο παρασκηνιακά/εξωαγωνιστικά, αφού ούτε η περσινή, πρωτοφανής για τα ιστορικά κυβικά του, εξωαγωνιστική του ισχύς δεν του έφτασε για να υφαρπάξει, όταν πανηγυρικά το επιχείρησε, τα πρωτεία.
γ) κατά την κοινή πείρα ετών, πέρα από ένα γκρουπ 5-6 ομάδων, το επίπεδο των υπόλοιπων ελληνικών συλλόγων καταβαραθρώνεται κάθε σαιζόν όλο και χαμηλότερα. Ως προς την αντιμετώπιση των ισχυρών, επίδοξων διεκδικητών του τίτλου, δεν διαθέτουν πια ούτε την παραμικρή ποιότητα να κερδίσουν το κέντρο και να παίξουν κυριαρχικά στις έδρες τους, προξενώντας τους ήττες, ρισκάροντας όμως και εύκολες δικές τους ήττες, ούτε να εφαρμόσουν υποδειγματικά το παιχνίδι αντεπιθέσεων. Στοχεύουν με καθαρό αντιποδόσφαιρο στο 0-0 και στην καλύτερη περίπτωση στο 1-0, εκμεταλλευόμενοι κάποια εκτέλεση στημένου ή κάποια γκάφα. Για όποιον θέλει να λογίζεται σοβαρός διεκδικητής του τίτλου είναι επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης στο ρόστερ ποιοτικότατων επιθετικών και μεσοεπιθετικών, πολύ πιο πάνω από το μέσο όρο, ώστε να ξεκλειδώνει άνετα αυτές τις μαζικές, ακόμα και 9-10 ατόμων, άμυνες και να μην σκορπάει άδοξα κάθε τρεις και λίγο κρίσιμα δίποντα.
δ) από τις 14 Αυγούστου γνωρίζαμε ότι υπήρχαν εγγυημένα μελλοντικά έσοδα της τάξης των 10 εκατομμυρίων από το Europa League (μετά την πρόκριση επί της Σέλτικ και σε ενδεχόμενο αποκλεισμού από τη Βίντι).
ε) στις 28 Αυγούστου γνωρίζαμε ότι υπήρχαν εγγυημένα μελλοντικά έσοδα της τάξης των 30 εκατομμυρίων ευρώ από το Champions' League (μετά την πρόκριση επί της Βίντι).
στ) το επίπεδο δυσκολίας της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης όπου εντέλει θα αγωνιζόμασταν είναι το υψηλότερο δυνατό στο άθλημα.

Αυτό που συνέβη ήταν μια συνολική υποβάθμιση της ποιότητας του αγωνιστικού τμήματος.

Αρχικά, ο αντικαταστάτης του Μανόλο Χιμένεθ όχι απλά δεν ήταν μεγαλύτερου βεληνεκούς (ένας σύγχρονος Τσάκναντι / Στάνκοβιτς / Φάντροκ που έχει μαλλιάσει το παρόν πληκτρολόγιο ότι πρέπει να δελεαστεί να έρθει και να του παραδοθούν τα κλειδιά), αλλά ούτε καν ισάξιος. Ποια ήταν τα δείγματα γραφής του Μαρίνου Ουζουνίδη όταν περνούσε το κατώφλι των Σπάτων; Ένα πρωτάθλημα Κύπρου με τον ΑΠΟΕΛ το 2007, μια πέμπτη θέση και ευρωπαϊκή έξοδος με την ΑΕΛ το 2009, σε βάρος του Άρη, χάρη στο αλήστου μνήμης 0-1 μέσα στο Καραϊσκάκη προτελευταία αγωνιστική και ένα αρνητικό ρεκόρ μόλις πέρσι: η χειρότερη θέση όλων των εποχών στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Ναι, ακόμα και χωρίς το -8 που τον βύθισε στην 11η θέση, στην 7η θα τερμάτιζε αγωνιστικά που και πάλι θα αποτελούσε ιστορικά το ναδίρ των πράσινων. Και μάλιστα όχι με δήθεν «πιτσιρικάδες» ή με απαγόρευση μεταγραφών. Με διοικητικά προβλήματα, σύμφωνοι, αλλά με κανονικό ρόστερ και τον ίδιο επικεφαλής ήδη από την προηγούμενη σαιζόν, όχι αντικαταστάτη της τελευταίας στιγμής με ρόστερ άλλου. Και με μια φίλα προσκείμενη αρδοστρατιά να τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη από το πράσινο αγωνιστικό ναυάγιο, προβάλλοντάς τον σαν θεματοφύλακα του Παναθηναϊκού.

Αλλά δεν είναι σωστό να μένουμε στο παρελθόν (αυτό απλά μας προϊδέασε) για να δικαιολογήσουμε τον χαρακτηρισμό «υποβάθμιση» στον συγκεκριμένο τομέα. Ας πάμε στο παρόν και σε αυτά που βλέπουμε τους τελευταίους 6 μήνες. Αποποίηση ευθυνών, στεγνό «δόσιμο» παικτών μετά από ήττες, μηδενική μέχρι τώρα θετική παρέμβαση σε ματς που «στράβωσε», τακτική ακαμψία. Κόλλημα σε ένα 4-4-2 χωρίς να διαθέτει καθαρόαιμους πλάγιους μεσοεπιθετικούς να το εφαρμόσουν ή άλλως ένα 4-2-2-2, σε κάθε περίπτωση με τεράστιες αποστάσεις ανάμεσα στις γραμμές, με το δίδυμο των χαφ αποκομμένο, να πνίγεται ανάμεσα σε τέσσερις και πέντε παίκτες του αντιπάλου, με τους μπροστινούς 2+2 στο 4-2-2-2 να μην μπορούν, λόγω ποιοτικών χαρακτηριστικών ή κακής φόρμας, να σηκώσουν μόνοι τους την δημιουργία και την επίθεση. Έπαιξε και ο Μανόλο Χιμένεθ πολλές φορές το 4-2-2-2 στο ξεκίνημα της περσινής σαιζόν, αλλά για το δίδυμο των χαφ είχε Γιόχανσον-Σιμόες, όχι ...Άλεφ-Γαλανόπουλο (είχε δε και τα πλάγια μπακ πίσω από τη σέντρα για κάλυψη των δύο). Όσο για τους 4 μπροστά, είχε Μάνταλο(-1 έναν χιαστό)-Λάζαρο(σε δαιμονιώδη κατάσταση) και Αραούχο-Λιβάγια, παίκτες που, τουλάχιστον οι 3/4, είχαν στις αρετές τους την ντρίμπλα, την ατομική ενέργεια, οπότε ακόμα και χωρίς πολλή υποστήριξη και ανεβάσματα από τους υπόλοιπους έβρισκαν την άκρη. Όταν Γιόχανσον και Μάνταλος τέθηκαν εκτός, όταν ο Λάζαρος άρχισε να χρειάζεται όλο και προσεκτικότερη διαχείριση, όταν η ομάδα χρειαζόταν πια να «σφιχτεί» ακόμα περισσότερο, 4-2-2-2 δεν ξαναείδαμε, παρά μόνο 3-5-2 και 4-5-1.

Δεύτερον, υποβαθμίστηκε το ρόστερ. Παίκτες όπως ο Αραούχο, ο Λάζαρος, ο Βράνιες, ο Γιόχανσον δεν αναπληρώθηκαν από ισάξιους το καλοκαίρι ή για να το θέσω καλύτερα δεν αντικαταστάθηκαν από παίκτες ικανούς να προσφέρουν ισόποσα με τους προαναφερθέντες. Φορ με ντρίμπλα, ασισταδόρο, με ικανότητα να γυρίσει πίσω να παράξει παιχνίδι, με ικανότητα να πετύχει προσωπικά γκολ σαν τον Αραούχο δεν προσθέσαμε στο ρόστερ φέτος. Ακραίο που να πιάσει τα επίπεδα απόδοσης του περσινού Λάζαρου συν τα τρομερά ψυχικά αποθέματα και την ηγετική αύρα του τελευταίου, ούτε κατά διάνοια διαθέτουμε φέτος. Αμυντικός αλτικός και ταχύτατος όπως ο Βράνιες, να βγαίνει πρώτος στην μπάλα, να κουμπώνει ιδανικά με βαρύτερο αμυντικό που δίνει βάθος (βλ. Τσιγκρίνσκι, Τσόσιτς) δεν αποκτήθηκε. Παίκτης με τα χαρακτηριστικά του Γιόχανσον και την ικανότητά του να προσφέρει σε πολλαπλούς ρόλους δεν έχει αποδειχθεί κανείς από τους υπάρχοντες σε αυτό το πρώτο εξάμηνο που διανύσαμε. Ούτε καν Παναγιώτης Κονέ που συνέβαλε αξιοπρεπέστατα, ερχόμενος από τον πάγκο στα μέσα της σαιζόν, με «καρύδια» εκατό κιλά, υπάρχει φέτος στο ρόστερ. Τέλος, δεν αποκτήθηκαν φυσικά οι παίκτες που έλειπαν ήδη έτσι κι αλλιώς από την περσινή ΑΕΚ, δηλαδή ένας ακόμα ακραίος με απόδοση επιπέδου Λάζαρου και ένα δημιουργικό / επιθετικό χαφ ολκής, ώστε να μην απαιτούνται μόνιμα υπερβατικές εμφανίσεις από Μάνταλο και Μπακασέτα.

Αναφορικά με τις καλοκαιρινές μεταγραφικές κινήσεις, ο Πόνσε αποδεικνύεται μεν συνεπής σκόρερ, ανήκει όμως σαν στυλ στην κατηγορία εκείνων των φορ που προσφέρουν σχεδόν αποκλειστικά στον τομέα του τελειώματος φάσεων. Αυτό φυσικά δεν είναι κακό, το γκολ είναι η νο.1 δουλειά του επιθετικού, αλίμονο, αρκεί να υπάρχουν όμως οι κατάλληλοι παίκτες από πίσω του, οι παραγωγικοί, δημιουργικοί εξτρέμ και οι ασισταδόροι κεντρικοί χαφ που να φορτώνουν ακατάπαυστα και εύστοχα την περιοχή. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην ΑΕΚ όταν αγωνίζεται με 4-4-2 με τους φύσει μη-ακραίους Μπογέ, Μανταλο ή Μπακασέτα και με δύο μη δημιουργικά, αμυντικογενή χαφ. Ούτε με 4-2-2-2, με τους δύο μεσοεπιθετικούς που κινούνται πιο εσωτερικά και με το φόρτωμα να το αναλαμβάνουν οι πλάγιοι μπακ. Αφενός γιατί ειδικά ο Μπακάκης σε σέντρες συναγωνίζεται τον Μάλμπασα, αφετέρου διότι οι προαναφερθέντες δύο, όποιοι κι αν επιλεγούν, κινούνται σε χαμηλά επίπεδα ατομικής απόδοσης. Με Ριβάλντο, Λύμπε, Σέζαρ, Μαντούκα, ο Πόνσε όχι απλά θα έγραφε διψήφιο αριθμό τερμάτων, όπως άλλωστε θα το καταφέρει και τώρα κάποια στιγμή, αλλά θα σκόραρε και σε αυξημένης δυσκολίας παιχνίδια, συμβάλλοντας σε νίκες και επιτυχίες όπως έκανε ο Μπλάνκο. Φέτος με Μπογέ, Μάνταλο μετά από δύο χιαστούς, Κλωναρίδη, «μπλοκαρισμένο» Λιβάγια και σε 4-4-2 απλά θα καλυτερεύσει τα προσωπικά του στατιστικά, «πυροβολώντας» τους Λεβαδειακούς και τους Απόλλωνες, στοχεύοντας στην επόμενη μεταγραφή. Η επόμενη ομάδα του, τύπου Λεβάντε ή Φροζινόνε που προφανώς θα θέλει απλά έναν συνεπή σκόρερ να δίνει μια ντουζίνα γκολ τη χρονιά, θα κοιτάξει τα 15+ συνολικά γκολ, δε θα κοιτάξει ότι ο παίκτης ήταν άσφαιρος σε 9 ευρωπαϊκά ματς ή στα ντέρμπι. Στην ΑΕΚ βέβαια εντωμεταξύ αυτή η αφλογιστία έχει ήδη κοστίσει.

Η δεύτερη πολυαναμενόμενη προσθήκη, ο Λούκας Μπογέ, που υποτίθεται ότι ήρθε σαν εξτρέμ, αποτελεί για μένα το μεγαλύτερο αίνιγμα της σαιζόν. Θυμίζει απείθαρχους συμμαθητές των παιδικών μας χρόνων που ποτέ δεν καταλάβαμε αν το κατείχαν το τόπι ή όχι, αφού πέταγαν την μπάλα μπροστά και πέρναγαν όποιον έβρισκαν μπόσικο ή έμπλεκαν τα μπούτια τους σε ένα σωρό από αμυνόμενους, την έχαναν και ορμούσαν για να την ξαναπάρουν και να συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησαν, σε μια αέναη λούπα. Αναφορικά με τον Άλεφ, πρόκειται για έναν ακόμα παίκτη που προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω τι ρόλο έχει στο γήπεδο, τι προσόντα έχει. Προς το παρόν αποτελεί έναν μαύρο Γρηγόρη Μάκο, τρέχοντας άσκοπα, με ελάχιστα καλύτερη προώθηση της μπάλας. Κάθε σύγκριση με Γιόχανσον ή παλιότερα με Μίτσελ (αν βαφτίσουμε τον παίκτη «6αρο8άρι») ή με Φαμπιάν Βάργκας, Ντιόπ (αν τον βαφτίσουμε «6άρι») είναι καταθλιπτική. Δεν πιάνω στο στόμα μου τους χαφ που πρόλαβα μεταξύ 2000-2008 για να μην αναφλεγεί ο υπολογιστής.

Στην άμυνα ο Μάριος Οικονόμου, ένας ακόμα δανεικός (τέσσερις μεταγραφές έγιναν εκεί όπου υπήρχε η ανάγκη για απόκτηση τουλάχιστον ενός παίκτη και οι τέσσερις αποδείχτηκαν δανεισμοί) αποτελεί μια τίμια λύση για αλλαγή του Τσιγκρίσνκι ή κάποιας μελλοντικής του αναβάθμισης, καθώς ο Ουκρανός λόγω ηλικίας και εύθραυστου σκαριού μοιραία βρίσκεται σε πτωτική πορεία και από τη νέα σαιζόν δε γίνεται να λογίζεται πια σαν «βράχος» της άμυνας. Σε καμιά περίπτωση πάντως με βάση ότι έχουμε δει μέχρι σήμερα δεν μοιάζει ιδανικός του παρτενέρ, όπως ήταν ο Βράνιες μέχρι το καλοκαίρι. Για τον Γιαννιώτα τέλος, τα λόγια περισσεύουν. Ο ορισμός της «πανεράτης» μεταγραφής, ο ορισμός της ανακολουθίας όσον αφορά τη διοίκηση που διέρρεε ότι δεν θα γινόταν μια μεταγραφή άρον-άρον μόνο και μόνο για να μην κατηγορηθούν ότι δεν έκαναν καμία.

Το επίπεδο του ρόστερ «χαμήλωσε» κι άλλο μετά την περιθωριοποίηση των Σιμόες, Μπακασέτα και Λαμπρόπουλου για περισσότερο από ένα δίμηνο, μετά την απροθυμία τους να ανανεώσουν τα συμβόλαιά τους με τα χρήματα που τους πρόσφερε η διοίκηση. Επρόκειτο για μια απαράδεκτη κίνηση που ζημίωσε την Ένωση. Δικαίωμα των παικτών να αξιολογούν όσο αυτοί πιστεύουν τον εαυτό τους, δικαίωμα φυσικά και της διοίκησης να προβαίνει στη δική της αξιολόγηση και να μην ανανεώσει τα συμβόλαια εκείνων που θεωρεί ότι υπερκοστολογούν τις υπηρεσίες τους. Όχι όμως, ενώ απομένουν 8 μήνες για την λήξη των συμβολαίων, ενώ εν προκειμένω οι συγκεκριμένοι παίκτες αποτελούν βασικά στελέχη του ρόστερ, ενώ απώλειά τους δεν υποβαθμίζει μόνο ποιοτικά το σύνολο, αλλά και ποσοτικά (ειδικά στην περίπτωση του Σιμόες, δεδομένης και της αποχώρησης του Αϊντάρεβιτς και της περιθωριοποίησης του Μοράν -το κέντρο έμεινε με δύο παίκτες!), ενώ δεν έχουν δώσει ούτε το παραμικρό δείγμα μη αφοσίωσης στο κλαμπ και μη συγκέντρωσης στις αγωνιστικές υποχρεώσεις, να τίθενται σε ένα πρωινό εκτός ομάδας, επειδή στραβοξύπνησε το «αφεντικό»…. Πέρα από το αισθητικό και ηθικό κομμάτι, και κυνικά να το δει κανείς, μόνο ζημιωμένο το αγωνιστικό τμήμα της ΑΕΚ βγήκε από αυτήν την κίνηση.

Ποια όμως είναι η αιτία όλης αυτής της υποβάθμισης; Η άποψή μου είναι ότι το αγωνιστικό κομμάτι σταθερά βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα πίσω από το γηπεδικό, στρατηγική που τη θεωρώ λανθασμένη. Ο οργανισμός συνεχίζει να συμπεριφέρεται σαν μια κατασκευαστική εταιρία που παράλληλα παρατάσσει κάθε βδομάδα και μια 11άδα στα γήπεδα, παρά σαν ποδοσφαιρικός σύλλογος που ταυτόχρονα χτίζει γήπεδο. Δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω όσα είναι ήδη κατατεθειμένα για την υποχρηματοδότηση του αγωνιστικού τμήματος, μπορεί ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να διαβάσει την σχετική επιχειρηματολογία για το αρνητικό πρόσημο της κατάστασης γήπεδο>ομάδα στην ανάρτηση «ΑΕΚτζήδικο Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης».

Αφού όμως κατακτήθηκε εντέλει ένα πρωτάθλημα, αυτό δεν σημαίνει κάτι; Ή μήπως δεν θέλει η διοίκηση να συνεχίσει η ΑΕΚ να διεκδικεί, όπως είναι ο ιστορικός της ρόλος, και τα επόμενα πρωταθλήματα; Εννοείται πως επιθυμεί η κιτρινόμαυρη διοίκηση τις αγωνιστικές επιτυχίες, μην κατρακυλήσουμε σε θεωρίες συνωμοσίας περί του αντιθέτου. Η κατάκτηση τόσο του περσινού τίτλου, όταν με πυγμή προστατεύτηκε η ομάδα από την απόπειρα κλοπής, όσο και ο πανηγυρικά διακηρυγμένος στόχος της κατάκτησης και του φετινού τίτλου το πιστοποιούν. Το ατύχημα είναι ότι προφανώς η διοίκηση πιστεύει πως ο πρωταθλητισμός μπορεί να επιτυγχάνεται εσαεί εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, με ολοένα μεγαλύτερες εκπτώσεις στο αγωνιστικό σκέλος έναντι του γηπεδικού ζητήματος ή άλλων «προτεραιοτήτων».

Σ' αυτήν την πεποίθηση αναπόφευκτα μοιάζει να έχει συμβάλει μια εντελώς λάθος ερμηνεία της περσινής χρονιάς. «Εφόσον οι αντικαταστάτες των τραυματιών Μάνταλου και Γιόχανσον, Μασούντ και Μοράν, ουσιαστικά δεν πρόσφεραν τίποτα, η δε μοναδική πραγματική ενίσχυση τον Ιανουάριο του 2018 υπήρξε ένας παίκτης, ο Χουλτ, και παρόλα αυτά η ομάδα διατηρήθηκε ακλόνητη σε πρωταθληματική τροχιά, άρα γιατί να μην τα καταφέρει παρά τις όποιες ανάλογες αστοχίες και φέτος;» Υποτιμήθηκε ο καθοριστικός ρόλος του Μανόλο Χιμένεθ, υποτιμήθηκε η αξία ενός προπονητή που πήρε το μάξιμουμ των υπαρχόντων παικτών (βλ. μέχρι και Άνταμ Τζανετόπουλο στο Σαν Σίρο), που μασκάρεψε τα κενά, το έλλειμμα ποιότητας όπου αυτό υπήρχε ήδη από το καλοκαίρι του 2017, που οδήγησε το σύνολό του σε υπερβατικές εμφανίσεις στο β' μέρος της σαιζόν για να παραμείνει η πρωτοπόρος ανεπηρέαστη από κάθε εμπόδιο. Υποτιμήθηκε η αξία των παικτών που αποχώρησαν ή και πάλι για να το θέσω ακριβέστερα, η αξία ύπαρξης παικτών με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που είχαν αυτοί που αποχώρησαν. Υποτιμήθηκε πιθανότατα και ο ανταγωνισμός, λόγω ίσως της περσινής εκκωφαντικής αυτοκαταστροφής του ΠΑΟΚ που κυνηγούσε την πρωτοπόρο, δέσμιος γαρ της φασίζουσας νοοτροπίας του «ή εμείς ή κανείς». Η πρόσληψη Ουζουνίδη, οι δανεισμοί δύο παικτών σε κομβικά πόστα για την φετινή προσπάθεια χωρίς περαιτέρω προοπτικές, ήτοι των Πόνσε και Μπογέ, χωρίς ρεαλιστικές οψιόν αγοράς, χωρίς να κριθεί αν ταιριάζουν στον τρόπο παιχνιδιού που έχει προκριθεί από τον προπονητή, ο τρόπος με τον οποίο αποκτήθηκε από το πουθενά ο Γιαννιώτας, η φτήνια σαν κοινή συνισταμένη κάθε μα κάθε επιλογής, όλα δείχνουν έναν «ό,τι να ‘ναι», για να μιλήσουμε λαϊκά, σχεδιασμό, ίσα-ίσα για να βγει κι αυτή η χρονιά, με σκεπτικό «γιατί να μην το ξαναπάρουν κι έτσι;». Αμ δε...

Ακόμα και μια από τις σωστές κινήσεις του καλοκαιριού, η αγορά του Μάρκο Λιβάια από τη Λας Πάλμας έναντι 1,8 εκατομμυρίων ευρώ, έχει καταντήσει να μοιάζει μια λάθος κίνηση, εντός πάντα της διαμορφωθείσας κατάστασης. Είναι ιδιαίτερη περίπτωση ο παίκτης, όχι σκόρερ, αλλά τεχνιταράς και υπήρξε καθοριστικός πέρσι, καθοριστικός όμως έχοντας έναν προπονητή ικανό να τον διαχειριστεί και να περιορίζει την τρέλα του, σε σχήματα και τρόπο παιχνιδιού που τον βόλευε, σε συνεργασία με παιχταρά δίπλα του (Αραούχο), εν μέσω και άλλων παικτών που απέδιδαν στο μάξιμουμ, σε κλίμα πραγματικά οικογενειακό και όχι στο φαιδρό #δηματοφάμιλυ…

Τα αποτελέσματα όλων των παραπάνω τα νιώσαμε και με το παραπάνω στο πετσί μας. Η ομάδα εμφανίζει αποκρουστικό θέαμα, με τους παίκτες επιπλέον να μοιάζουν άψυχοι και ανέμπνευστοι, ανεπαρκής ως προς τον ανταγωνισμό, στο -14 από την κορυφή (-13 αν δεν υπολογίσουμε το -3 που δεχτήκαμε για τα επεισόδια εκτός γηπέδου με τον ΟΣΦΠ και αν αφαιρέσουμε αυθαίρετα και το -2 του ΠΑΟΚ από την δικαιολογημένη -και λίγη ήταν- περσινή τιμωρία του), με χειρότερες επιδόσεις από τέσσερις ομάδες: ΠΑΟΚ (13-1-0), Ολυμπιακό (9-3-2), Ατρόμητο (8-4-2), Παναθηναϊκό (8-4-2). Κι αν η διαφορά που έχει χτίσει ο ΠΑΟΚ οφείλεται εν μέρει και στις βουτιές του Πρίγιοβιτς, τις πετοσφαιρικές ικανότητες του Βιεϊρίνια και μια κάποια ρέντα, το χεράκι της έβαλε και η ΑΕΚ χάνοντας αφελέστατα και πανεύκολα σαν μικρή ομάδα από τον ανταγωνιστή της σε «ματς 6 πόντων», ούσα απείρως καλύτερη σε απόδοση από τους ασπρόμαυρους εκείνο το βράδυ, με ασυγχώρητα όμως λανθασμένες αμυντικές τοποθετήσεις, τεράστιες αποστάσεις μεταξύ γραμμών και μηδενικές αλληλοκαλύψεις, πράγματα αδιανόητα πέρσι.

Όσον αφορά το Champions' League, το αποτέλεσμα της πρωτοφανούς υποβάθμισης της ποιότητας της πρωταθλήτριας ήταν να προστεθεί άλλη μια μαύρη κηλίδα στην ιστορία του συλλόγου και το ευρωπαϊκό του πρεστίζ να υποστεί τεράστιο πλήγμα, πάνω που βρισκόταν σε ανοδική πορεία. Η παρουσία μας στον όμιλο με τις 6 ήττες σε 6 αγώνες υπήρξε ίσως η χειρότερη ευρωπαϊκή στιγμή μας. Κανένας αποκλεισμός σε καλοκαιρινό νοκ-άουτ από «καφενείο» δεν μπορεί να συγκριθεί με το να μετατρέπεσαι σε σπερματοδοχείο ενώπιον όλου του ποδοσφαιρικού πλανήτη επί 6 σερί βασανιστικά ματς. Γράψαμε αρνητικό ρεκόρ που δεν καταρρίπτεται, μόνο να ισοφαριστεί μπορεί. Είμαστε δε πλέον και με τη βούλα η χειρότερη ελληνική ομάδα στο Champions' League. Τη μέχρι φέτος κακή αναλογία νικών ανά αγώνες την «μετρίαζε» κάπως το «αήττητο» του 2002-03, προβάλλαμε δε ως «ελαφρυντικά» το πρωτόγνωρο του 1994-95 και τα οικονομικά προβλήματα συν τον «εμφύλιο» ελέω Μπάγεβιτς του 2003-04. Από φέτος στέρεψαν οι δικαιολογίες. Και δεν ήταν μονάχα ένα ξερό στατιστικό, αυτό το περιβόητο 0-0-6, που στραπατσάρισε το ευρωπαϊκό μας πρεστίζ. Ήταν και η εικόνα των παιχνιδιών, οι επανειλημμένα μηδενικές τελικές στην εστία, ο τρόπος με τον οποίον έρχονταν οι ήττες. Τα δύο τελευταία παιχνίδια του ομίλου ειδικά μπορούσαν άνετα να έρθουν «σβηστά» 0-0 και να σωθούν τα προσχήματα, εκεί όδευαν, αλλά η ομάδα αποδείχτηκε τόσο μα τόσο «λίγη» που βρήκε τρόπο να τα χάσει. Ταυτόχρονα δείξαμε σε όλο τον κόσμο του ποδοσφαίρου ότι δεν ανήκαμε στη διοργάνωση όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και οργανωτικά (βλ. τη μολότοφ στο ΑΕΚ-Άγιαξ) και πνευματικά (βλ. δηλώσεις Ουζουνίδη για «κυνηγητό» από διαιτησία ή το ρεσιτάλ γραφικότητας «άμα θέλαμε καμιά νίκη πηγαίναμε Γιουρόπα»). Η διοίκηση βέβαια προφανώς έμεινε παγερά αδιάφορη από όλα τα ανωτέρω, αφού πιστή στο δόγμα γήπεδο>ομάδα αντιμετώπισε την όλη συμμετοχή στους ομίλους του θεσμού απλά σαν τόνωση των ταμείων προς ανέγερση της «Αγιά-Σοφιάς». Οι αυλοκόλακές της μάλιστα βάλθηκαν να μας πείσουν πως και μόνο η φυσική μας παρουσία στον όμιλο συνιστά …επιτυχία. Επιτυχία θα ήταν για ομάδες όπως ο ΠΑΟΚ, ο Πανιώνιος, ο Ατρόμητος που δεν έχουν προκριθεί ποτέ στην εν λόγω φάση, όχι για σύλλογο με 5 παρουσίες, σύλλογο που έχει κάνει νίκες, που έχει μείνει αήττητος, που έχει διεκδικήσει πρόκριση στους «16» δύο φορές μέχρι τελευταίο δευτερόλεπτο.

Το αίσθημα δυσαρέσκειας του κιτρινόμαυρου λαού επιτείνεται από τέτοιου είδους ρητορείες των σφουγγοκωλάριων ΑΡΔ που παράλληλα όλο αυτό το διάστημα έβαλλαν κατά του απλού κόσμου της ΑΕΚ (προσοχή, όχι κατά των μπάχαλων για το -3, κατά των οπαδών που εκφράζονται στις κερκίδες και το διαδίκτυο), προσπαθώντας να μετακυλήσουν επάνω του(!) τις ευθύνες της διοίκησης για τη φετινή αγωνιστική εικόνα. Έφτασαν σε σημείο να κατηγορήσουν τον κόσμο μέχρι και για «γλωσσοφαγιά». Καλό Μεσαίωνα...

Ο γέγονε γέγονε όμως. Τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα; Προφανώς η χρονιά δεν μπορεί να θεωρηθεί «καμμένη». Αν η ΑΕΚ θέλει να λογίζεται σοβαρό κλαμπ, οφείλει να έχει πάντα στόχους. Εν προκειμένω κατάκτηση κυπέλλου, εξάντληση των όποιων πιθανοτήτων υπάρχουν για την κατάκτηση του πρωταθλήματος (προφανώς αντικειμενικά είναι πια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή), αλλιώς όσο το δυνατόν καλύτερο πλασάρισμα = όσο το καλύτερο ευρωπαϊκό εισιτήριο. Η ανάγκη για μεταγραφική ενίσχυση είναι αυτονόητη. Δυστυχώς πέρα από την προσθήκη του Σέρβου χαφ Νέναντ Κρίστιτσιτς, που αναμένεται να καλύψει την απόλυτη ένδεια στο ρόλο του 8αριού και βάσει βιογραφικού μοιάζει αξιοπρεπής περίπτωση, δεν διαφαίνεται κάτι στο μεταγραφικό ορίζοντα. Μόνο θετικά μπορεί να κριθεί και η παραμονή Μπακασέτα, ενός παίκτη που ναι μεν δεν έχει δείξει μονάδα διαφοράς αυτά τα δυόμισι χρόνια που φοράει την κιτρινόμαυρη φανέλα, εντούτοις αποτελεί σημαντικό στέλεχος του ρόστερ εφόσον αγωνίζεται στον άξονα, διαθέτει προσωπικότητα, ενώ ειδικά φέτος ξεκίνησε φορμαρισμένος τη σαιζόν. Επειγόντως πρέπει να επιστρέψει στις αγωνιστικές υποχρεώσεις και ο Σιμόες, άσχετα με το αν θα παραμείνει στην ομάδα και μετά το καλοκαίρι. Επιτακτικότερη όλων δείχνει ότι είναι η αλλαγή προπονητή, α λα Πογέτ 2015-16 ή Χιμένεθ 2016-17 που όχι μόνο βελτίωσαν άμεσα τις ομάδες που παρέλαβαν, αλλά χάρη στο κύρος και τις γνωριμίες τους μπόρεσαν να προσθέσουν χωρίς κόστος παίκτες χρησιμότατους (Μπρούνο Ζουκουλίνι, πρωταθλητή Λατινικής Αμερικής πλέον με τη Ρίβερ και «τίμιο» Πέκχαρτ πρώτο σκόρερ της ομάδας το 2016-17 ο Γκουστάβο, Σέρχιο Αραούχο ο Μανόλο).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Οι 10 δημοφιλέστερες αναρτήσεις της εβδομάδας