Menu

HALL OF SHAME

Ποδόσφαιρο: Ψωμιάδης, Γρανίτσας, Παππάς, Νοτιάς, Θανόπουλος, Αδαμίδης, Κασνακίδης, Δημητρέλος, Original, ΑΡΔ
Μπάσκετ: Φιλίππου, Γρανίτσας, Δρόσος, Καραμανλής, Original, ΑΡΔ - Βόλεϊ: Αλεξίου, Original, ΑΡΔ

Ανατομία μιας κατάρρευσης

 

Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου 2025, 24η αγωνιστική του πρωταθλήματος. Η ΑΕΚ επικρατούσε στην Τρίπολη επί του Αστέρα με σκορ 0-3, την ίδια μέρα που ο Παναθηναϊκός διαπομπευόταν στη Λαμία και το ντέρμπι ΟΣΦΠ-ΠΑΟΚ έληγε με νικητή τον πρώτο. Η αυλαία της αγωνιστικής έβρισκε την ΑΕΚ σε απόσταση 2 πόντων από την κορυφή, πίσω από τον πρωτοπόρο ΟΣΦΠ, στο +6 από τον τρίτο ΠΑΟ και στο +9 από τον τέταρτο ΠΑΟΚ. ΑΕΚ και ΟΣΦΠ επρόκειτο να αναμετρηθούν την επόμενη αγωνιστική στη Νέα Φιλαδέλφεια, όπου, με νίκη, η Ένωση περνούσε μπροστά στην κούρσα του τίτλου, πατώντας ξανά κορυφή, για πρώτη φορά μετά την 11η αγωνιστική.
 
Από στατιστικής σκοπιάς, ως το σημείο εκείνο η ΑΕΚ είχε να επιδείξει τις περισσότερες νίκες στο πρωτάθλημα, από κοινού με τον ΟΣΦΠ (16), την καλύτερη διαφορά τερμάτων (+29), την καλύτερη άμυνα (15) και την δεύτερη καλύτερη επίθεση (44), καλύτερη από τον πρωτοπόρο (43 ο ΟΣΦΠ, 48 ο καλύτερος σε αυτόν τον τομέα ΠΑΟΚ, μόλις 28 ο ΠΑΟ, 8ος στη σχετική λίστα). Το ρεκόρ Ν-Ι-Η του Δικεφάλου διαμορφωνόταν στο 16-4-4 που του απέφερε 52 βαθμούς. Στο ίδιο πάντα σημείο, οι αντίστοιχοι αριθμοί την περσινή σαιζόν ήταν 16-7-1 = 55 βαθμοί (1η θέση στο +1 από τον 2ο) και την προπέρσινη σαιζόν 18-2-4 = 56 βαθμοί (και πάλι 1η θέση στο +1 από τον 2ο). Ελαφρώς χειρότερη συγκομιδή βαθμών προφανώς, εξίσου ελαφρώς χειρότερη όμως και η συγκομιδή του ανταγωνιστή προπορευόμενου ΟΣΦΠ σε σχέση με την πρωτοπόρο ΑΕΚ των δύο προηγούμενων σαιζόν στο ίδιο ορόσημο (54 βαθμοί έναντι 55 και 56). Εν πάση περιπτώσει, η φωτογραφία της στιγμής απεικόνιζε μια κατάσταση «κανονικότητας». Ήτοι μια ΑΕΚ που συνέχιζε από εκεί από όπου είχε εκκινήσει τον Αύγουστο του 2022 με τον Ματίας Αλμέιδα στο τιμόνι της: σταθερά σε πρωταθληματική τροχιά, διεκδικώντας τον κορυφαίο εγχώριο τίτλο.
 
Δυόμισι μήνες μετά, στο φινάλε του πρωταθλήματος, η ΑΕΚ που είχε χτίσει διαφορά ασφαλείας από τους «εκτός μάχης» ΠΑΟ-ΠΑΟΚ και όδευε σε ντέρμπι κορυφής με τον ΟΣΦΠ ως η μόνη συνδιεκδικήτρια του τίτλου, η ΑΕΚ του πρωταθλητισμού, η ΑΕΚ της «κανονικότητας», κατέληξε να τερματίζει 4η, κατακρημνισμένη από το -2 στο -22, δίχως να πετύχει άλλη νίκη στις τελευταίες 8 αγωνιστικές, καταγράφοντας ένα επιμέρους ρεκόρ Ν-Ι-Η 0-1-7, ειδικότερα δε από την 27η μέχρι την 32η αγωνιστική, στις 6 αγωνιστικές των πλέι-οφ δηλαδή, ρεκόρ Ν-Ι-Η 0-0-6, με τις έως τότε στατιστικές πρωτιές που κατείχε να έχουν μετατραπεί σε αρνητικά ρεκόρ τριετίας. Η ολοκληρωτική αυτή κατάρρευση σήμανε την διακοπή μιας προσωπικά οραματιζόμενης διαρκούς, σταθερής, πολύχρονης πρωταθληματικής πορείας, ανεξαρτήτως τελικής έκβασης, επιτυχούς (βλ. 2023) ή μη (βλ. 2024), την οποία θεωρώ απαραίτητη συνθήκη για την οριστική επιστροφή του οργανισμού ΑΕΚ στο στάτους της αδιαμφισβήτητα πρωτοκλασάτης δύναμης, στάτους ακέραιου για δεκαετίες, που κηλιδώθηκε μεταξύ 2009-2022 αρχικά από τους διαδόχους της διοίκησης Νικολαΐδη και εν συνεχεία από τον μελισσανιδισμό. Είναι κρίσιμο να εντοπιστούν οι αιτίες του πρώτου αυτού πισωγυρίσματος, ώστε ο οργανισμός να επανέλθει άμεσα στην πρωταθληματική οδό.
 
Το 6-0 και ο αντίκτυπός του
Άπαντες συμφωνούμε, νομίζω, ότι ο καταλύτης των καταστροφικών εξελίξεων υπήρξε η συντριβή με 6-0 από τον ΟΣΦΠ στον α’ ημιτελικό του κυπέλλου, στις 26 Φεβρουαρίου 2025, ακριβώς πριν το ντέρμπι κορυφής στο πρωτάθλημα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα σε ένα βράδυ χάθηκε όχι ένας, αλλά αμφότεροι οι εγχώριοι τίτλοι. Βασικός υπαίτιος για αυτό το εξευτελιστικό αποτέλεσμα υπήρξε ο μέχρι πρότινος προπονητής μας, Ματίας Αλμέιδα. Ο φετινός ΟΣΦΠ κατάφερε να φέρει το ρόστερ του σε μια εξαιρετική φυσική κατάσταση και να τη διατηρήσει τέτοια καθ’ όλη τη διάρκεια της σαιζόν. Τούτο του επέτρεψε να εφαρμόσει ένα άμεσο, «ωμό» παιχνίδι πίεσης στην πρώτη γραμμή άμυνας των αντιπάλων του, με ανεξάντλητα τρεξίματα και έμφαση στην επικράτηση σε μονομαχίες και «δεύτερες μπάλες», προκειμένου να εκμαιεύει λάθη και να σκοράρει σε αποδιοργανωμένες, ανισόρροπες άμυνες. Απέναντι σε έναν τέτοιο αντίπαλο, μια ομάδα που δεν έχει την ατομική ποιότητα να «χτίσει» τις επιθέσεις της από «χαμηλά» και να κυκλοφορήσει με ασφάλεια την μπάλα, απαγορεύεται να διαλέγει για τον εαυτό της παιχνίδι κατοχής και πασών, πόσο μάλλον ανάπτυξη με πρώτη πάσα μεταξύ των αμυνομένων της. Δεν θα καταφέρει ποτέ να σπάσει την πίεση του αντιπάλου της, τουναντίον θα αποτελέσει το τέλειο θύμα της παγίδας του.
 
Ο Ματίας δυστυχώς έπραξε ακριβώς αυτό το μοιραίο σφάλμα στο συγκεκριμένο ματς, παρόλο που με τον ίδιο τρόπο είχε ηττηθεί με 4-1 στον α’ γύρο του πρωταθλήματος και θεωρητικά θα έπρεπε να είχε πάρει το μάθημά του. Έπαθε, δεν έμαθε, και απόλυτα φυσιολογικά η ομάδα του βρέθηκε να χάνει στο ημίχρονο του ημιτελικού με 3-0. Πέραν του ότι δεν έκανε τίποτα στην ανάπαυλα για να διορθώσει την κατάσταση, απέτυχε ακολούθως να αντιληφθεί ότι, με την επίτευξη του 4ου γκολ του αντιπάλου, μόλις στο 2ο λεπτό του β’ ημιχρόνου, ο αγώνας και η πρόκριση είχαν πια χαθεί. Στο σημείο εκείνο όφειλε να «προστατέψει» τον ψυχισμό των παικτών του και να «καταστρέψει» το υπόλοιπο ματς, περιορίζοντας την ψυχολογική ζημιά. Αντ’ αυτού, η ομάδα συνέχισε να κυνηγάει με αφέλεια, με ανεβασμένες ψηλά όλες τις γραμμές, αφήνοντας έναν ή δυο μόνο αμυνόμενους στα μετόπισθεν, την όποια μείωση του σκορ. Με πλήρως αποσαθρωμένη την αμυντική της λειτουργία, η ΑΕΚ φλέρταρε τη μοιραία εκείνη νύχτα με πολύ περισσότερα εις βάρος της γκολ από τα τελικά 6 που δέχτηκε.
 
Η πρώτη επιβλαβής συνέπεια αυτής της συντριβής φάνηκε πολύ σύντομα, τέσσερις μόλις μέρες αργότερα, στο ντέρμπι κορυφής του πρωταθλήματος στη Νέα Φιλαδέλφεια. Με ένα θετικό αποτέλεσμα ή έστω μια «διαχειρίσιμη» ήττα πίσω της, είναι βέβαιο ότι η ΑΕΚ θα στόχευε ξεκάθαρα στη νίκη και την προσπέραση του συνδιεκδικητή, χωρίς δεύτερες και παράλληλες σκέψεις και ανησυχίες. Υπό το βάρος της 6άρας, προστιθέμενης στην 4άρα του α’ γύρου, μάλλον εμφιλοχώρησαν στις τάξεις του αγωνιστικού τμήματος, αφενός η πεποίθηση ότι ο αντίπαλος «δεν παίζεται», αφετέρου ο φόβος μην επαναληφθεί ανάλογο σκηνικό και εντός έδρας. Αναπόφευκτα πρώτο μέλημα του προπονητή έγινε, αντί της νίκης, η «μη-ήττα», το «μη-παιχνίδι». Η ΑΕΚ κατήλθε στο ντέρμπι τίτλου χωρίς την παραμικρή διάθεση να επιτεθεί και με τον κάθε παίκτη της σκεπτόμενο μην είναι ο μοιραίος που θα κάνει το λάθος, στοχεύοντας στο 0-0 που απλά θα διατηρούσε την ομάδα σε πρωταθληματική τροχιά (-2) και θα μετέθετε την αποφασιστική αναμέτρηση μεταξύ των συνδιεκδικητών για τα πλέι-οφ, μήπως και ο χρόνος που θα μεσολαβούσε έως τότε επούλωνε κάπως το συλλογικό «τραύμα». Στοιχεία της προσέγγισης του Ματίας σε αυτό το ματς, όπως η τριάδα στην άμυνα, οι κλειστές γραμμές, η αποφυγή πασών, η μακρινή μπαλιά προς το φορ, θα ήταν ενδεδειγμένα ακριβώς για τον α’ ημιτελικό στο Καραϊσκάκη. Τα σωστά όμως έγιναν ανάποδα και για τους λάθος λόγους και εντέλει το ποδόσφαιρο τιμώρησε τον Ματίας και την ΑΕΚ. Ενώ για 90 λεπτά το, υπό κάθε άλλη συνθήκη αποδοκιμαστέο, εν προκειμένω όμως κατανοητό, σχέδιο «μη-παιχνιδιού» έβαινε καλώς, η ομάδα ανέβηκε μέτρα ενόψει του επιπλέον χρόνου, τυχοδιωκτικά, μήπως προέκυπτε κάποια ευκαιρία να «κλέψει» το ματς, παρασυρόμενη ίσως και από την κερκίδα. Μόλις συνέβη αυτό, ξεχάστηκε ο φύσει μη αμυντικός Γκατσίνοβιτς να κρατήσει τη γραμμή του οφσάιντ, ο αντίπαλος έβγαλε για πρώτη φορά μπαλιά στην πλάτη της άμυνας και από μια ολιγωρία του Μουκουντί έφυγε εντέλει με το «διπλό»-«τίτλος».
 
Η απώλεια σε τόσο συμπυκνωμένο χρονικό διάστημα και με τέτοιο εκκωφαντικό τρόπο ενός νταμπλ που ως τότε διεκδικούνταν, φαινομενικά τουλάχιστον, επί ίσοις όροις, στοίχειωσε την ομάδα και ναρκοθέτησε την μετέπειτα πορεία της. Ήταν φανερό σε όλα τα επόμενα παιχνίδια ότι η ψυχολογία της ήταν εύθραυστη: αρκούσε να δεχτεί ένα τέρμα και κατέρρεε. Η πρόκληση αυτής της ζημιάς, αυτού του «τραύματος», αποτέλεσε μια τεράστια στρατηγική νίκη του ΟΣΦΠ και αντίστροφα τεράστια στρατηγική ήττα της ΑΕΚ. Μπορεί ο εν λόγω αντίπαλος να έχει μετατραπεί τα πολλά τελευταία χρόνια σε μια καθαρά εμπορική επιχείρηση του ολιγάρχη ιδιοκτήτη του, σε ένα σουπερμάρκετ μανατζεροπροϊόντων, ωστόσο όλοι στον οργανισμό, από την ηγεσία μέχρι τον κηπουρό του Ρέντη, φαίνεται να έχουν πλήρη επίγνωση περί όσων συνιστούν το εγχώριο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι, περί ιστορίας, συσχετισμών, δυναμικών, διακυβευμάτων, κουλτούρας αντιπάλων, μεταδίδοντας έτσι στο εκάστοτε ρόστερ του κρίσιμες για την αγωνιστική συμπεριφορά του πληροφορίες. Στην ΑΕΚ, αντίθετα, στην φετινή έστω εκδοχή της, απ’ ό,τι φαίνεται τα διοικητικά στελέχη και το προπονητικό επιτελείο είχαν πλήρη άγνοια για τα ίδια πράγματα, είτε μάλλον δεν τα θεωρούσαν τόσο σημαντικά. Αλλιώς θα ήξεραν ότι ο ΟΣΦΠ, από τότε που κυριάρχησε στο ελληνικό ποδόσφαιρο, κάθε φορά που νιώθει ότι πληρούνται προϋποθέσεις για διασυρμό της ΑΕΚ, τον επιδιώκει πάντα, με λύσσα, με πάθος, με κάθε κόστος. Νόμος.
 
Ο ΟΣΦΠ απέναντι στον ΠΑΟ, σε όσο άθλια κατάσταση κι αν τον βρίσκει κατά καιρούς, σε ματς με σκορ διαμορφωμένο ήδη στο 3-0 υπέρ του, θα «τραβήξει χειρόφρενο». Ο ΠΑΟ είναι βασικό, αναπόσπαστο κομμάτι στο διαχρονικό «αφήγημα μεγαλείου» του ΟΣΦΠ. Είναι ο επιλεγμένος «αιώνιος αντίπαλος», ο προκαθορισμένος «arch-villain» της ιστορίας του. Πρέπει πάντα να φαντάζει ένας σεβαστός, σοβαρός, δυσκολοκατάβλητος ανταγωνιστής. Θεωρητικά «δεν θα έπρεπε», δεν θα ήταν «φυσιολογικό» να κερδίζει τόσο συχνά έναν τέτοιο ανταγωνιστή (ο ΟΣΦΠ προηγείται του ΠΑΟ στις μεταξύ τους νίκες με «σκορ» 90-57), κι όμως το κατορθώνει. Συνεπώς, ποια καλύτερη απόδειξη της ανωτερότητας, του «μεγαλείου» του ΟΣΦΠ, από μια επαναλαμβανόμενη μεν, σχεδόν πάντα όμως οριακή επικράτηση επί του ΠΑΟ; Αν το κοντέρ άρχιζε να γράφει νίκες με διαφορές 4, 5 και 6 τερμάτων, τότε η αίγλη του αντιπάλου θα άρχιζε σιγά-σιγά να ξεθωριάζει και το αφήγημα του «Θρύλου» που είναι τόσο «θρυλικός» ακριβώς επειδή υπερνικά την νομοτελειακή «φυσική» ισορροπία μεταξύ ισομεγεθών αντιπάλων, θα έχανε την αξιοπιστία του. Ο ΠΑΟ από πλευράς του βολεύεται με το ρόλο που του επιφυλάσσει ο ΟΣΦΠ στο αφήγημά του, διότι αποτελεί μια δικλίδα ασφαλείας που εγγυάται την επιβίωση του ίδιου στο κορυφαίο επίπεδο, έστω και από «σπόντα» (βλ. λ.χ. την αποφυγή υποβιβασμού του το 2018).
 
Σε αντιδιαστολή με τον ΠΑΟ, η ΑΕΚ είναι μια οντότητα ιδιόρρυθμη, αυτόφωτη που δεν ετεροκαθορίζεται και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, άκρως επικίνδυνη για τον ΟΣΦΠ. Στον τρέχοντα δε αιώνα, στα μάτια του επικυρίαρχου του ελληνικού ποδοσφαίρου και των υποτελών του, μοιάζει παράταιρη, έως ακόμα και περιττή. Υπό αυτήν την οπτική, η ΑΕΚ έπαιξε το ρόλο που της άρμοζε στην ελληνική κοινωνία, αυτόν του θετικού παράγοντα ενσωμάτωσης του προσφυγικού ελληνισμού και πρόσμειξής του με τους γηγενείς του ελλαδικού χώρου. Ο ρόλος αυτός έχει πλέον εκλείψει. Τώρα πια, σε ένα ποδόσφαιρο με όρους «αγοράς», συρρικνωμένης μάλιστα μετά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, είναι απλά ένα πλεονάζον «μαγαζί». Ένα «μαγαζί» που ατυχώς για τον ανταγωνισμό βρέθηκε μία φορά με το ανθρώπινο κεφάλαιο (2004) και μία φορά με τις υλικές δυνατότητες (2022 Αγιά-Σοφιά) να αναπτυχθεί παρά το αρνητικό γύρωθεν περιβάλλον και να διεκδικήσει μερίδιο της «αγοράς». Ένας τέτοιος ανεξέλεγκτος αντίπαλος με δυναμική και προοπτική προόδου πρέπει να συνθλίβεται άμεσα, επιτακτικά, σε κάθε επίπεδο, του αμιγώς αγωνιστικού μη εξαιρουμένου. Αν παρουσιάζεται η ευκαιρία στον ΟΣΦΠ να σκοράρει τέσσερα γκολ σε ένα ντέρμπι επί της ΑΕΚ, τότε απαγορεύεται να περάσει ανεκμετάλλευτη. Ευκαιρία να σκοράρει πέντε; Επιβάλλεται, λοιπόν, πέντε. Έξι; Όσα παραπάνω γίνεται. Δεν επιτρέπεται ένας τέτοιος αντίπαλος σαν την ΑΕΚ να «σηκώσει κεφάλι». Το μάθημα το έχει δώσει ο Θρασύβουλος ο Μιλήσιος με το δρεπάνι και τα ψηλά στάχυα χιλιετίες πριν. Ο ΟΣΦΠ πράττει άριστα, παραδίδοντας μαθήματα υψηλής στρατηγικής, ειδικά εφόσον έχει εύστοχα ψυχογραφήσει την ΑΕΚ, διαπιστώνοντας την χαρακτηριστική αδυναμία της να μην διαθέτει αίσθημα αυτοσυντήρησης, να αγνοεί να διαχειρίζεται τις καταστροφές, να βυθίζεται αύτανδρη στην μιζέρια, την απόγνωση, την ματαιότητα.
 
Η λάθος ανάγνωση της σαιζόν 2023-2024
Το 6-0 της 26ης Φεβρουαρίου υπήρξε μεν, όπως προαναφέρθηκε, ο καταλύτης της κατάρρευσης, η αλήθεια είναι όμως ότι οι ρίζες της εντοπίζονται πολύ βαθύτερα. Ακόμα κι αν δεν συνέβαινε ποτέ αυτή η ψυχοφθόρα ήττα, δεν πιστεύω ότι η ΑΕΚ θα κατόρθωνε στο τέλος να κατακτήσει το νταμπλ. Το κύπελλο, ίσως, λόγω της φύσης του θεσμού, το πρωτάθλημα όμως, όχι. Εικάζω ότι απλώς θα κατέληγε στην 2η θέση όπου ήδη βρισκόταν, με μεγαλύτερη διαφορά από την κορυφή, μονοψήφια πάντως, που θα επέτρεπε στο τέλος την υποστήριξη του πρωταθληματικού αφηγήματος, της διεκδίκησης του τίτλου έστω και «στα ψέματα», δίχως να διασαλευτεί η πολυπόθητη «κανονικότητα» της εποχής της Αγιά-Σοφιάς. Την αδυναμία κατάκτησης του πρωταθλήματος, ακόμα και στο σενάριο έλλειψης των αρνητικών συνεπειών της 6άρας, την αποδίδω στις δομικές πλημμέλειες του φετινού αγωνιστικού σχεδίου και του ρόστερ, απότοκο λάθος εκτίμησης για το τι έφταιξε για την απώλεια του τίτλου του 2024.
 
Η ισχυρότερη κριτική που δέχτηκε ο Ματίας την επαύριο του χαμένου πρωταθλήματος του 2024 ήταν ότι η αποτυχία οφειλόταν στην εμμονή του να παίζει με τον ίδιο απαράλλακτο τρόπο, με αποτέλεσμα οι αντίπαλοι να «διαβάσουν» την ομάδα και να την εξουδετερώνουν. Πάντα στο πλαίσιο της «ποδοσφαιροκουβέντας» και χωρίς να διεκδικώ οποιοδήποτε ρόλο αυθεντίας, δε νομίζω ότι θα μπορούσε να ασκηθεί πιο άστοχη κριτική. Παραπέμποντας στην ανάρτηση της 1ης Ιουνίου 2024 “Η παταγώδης αποτυχία μιας, τουλάχιστον, «κανονικής» ΑΕΚ” και προσπαθώντας να συνοψίσω εδώ τα εκεί γραφόμενα, το πρόβλημα της περσινής ΑΕΚ δεν ήταν το προβλέψιμο βασικό αγωνιστικό της σχέδιο, αλλά το υλικό της.
 
Οι αντίπαλοι της ΑΕΚ φυσικά και την είχαν «διαβάσει» πέρσι και μάλιστα δεν περίμεναν να αλλάξουν καλεντάρι στον τοίχο για να το καταφέρουν. Από τους πρώτους μήνες της σαιζόν του νταμπλ είχε καταστεί ολοφάνερη η αγωνιστική ταυτότητα της αλμεϊδικής ΑΕΚ. Γιατί την πρώτη σαιζόν σπάνια μπορούσαν να την σταματήσουν, ενώ την δεύτερη σαιζόν το επιτύγχαναν πιο συχνά; Διότι τη σαιζόν 2022-2023 οι παίκτες της Ένωσης βρέθηκαν σε τέτοιες συνθήκες που εφάρμοσαν τέλεια το παιχνίδι πίεσης που δίδαξε ο Αλμέιδα, μεγιστοποιώντας τα οφέλη αυτού του στυλ παιχνιδιού, ελαχιστοποιώντας τα αναπόφευκτα αρνητικά του. Την δεύτερη σαιζόν για τον έναν ή τον άλλο λόγο (ενδεικτικά: επιβάρυνση του αγωνιστικού προγράμματος με απαιτητικά ματς στην Ευρώπη, προβληματικές αποθεραπείες τραυματιών, επαυξημένη ηλικία παικτών η οποία ειδικά μετά τα 31-32 «μετράει» στο άθλημα), το ρόστερ δεν μπορούσε πια να υπηρετήσει σε όλο το 90λεπτο ενός ματς και καθ’ όλη τη διάρκεια της σαιζόν το αλμεϊδικό πρέσινγκ. Πλην μεμονωμένων αγώνων που στο τεραίν είδαμε μια δαιμονιώδη ΑΕΚ, καλύτερη και από αυτήν του νταμπλ (βλ. ΠΑΟ-ΑΕΚ 1-2, ΑΕΚ-ΠΑΟΚ 2-0, ΑΕΚ-Μπράιτον 0-1, Ατρόμητος-ΑΕΚ 0-5, ΑΕΚ-ΠΑΟ 3-0), στην υπόλοιπη σαιζόν η ομάδα δεν άντεχε να πρεσάρει ασφυκτικά πάνω από συνολικά 30 λεπτά, κάτι που δεν της έφτανε πάντα για να «κλειδώνει» αποτελέσματα.
 
Η άψογη εφαρμογή του παιχνιδιού πίεσης τη σαιζόν 2022-2023, χάρη στην βιολογική ικανότητα των παικτών να το υπηρετήσουν, καμούφλαρε την έλλειψη ατομικής ποιότητας των τερματοφυλάκων και των πλάγιων αμυντικών μας. Όταν οι περισσότερες αντίπαλες επιθέσεις ανακόπτονταν ήδη από τον Αραούχο, όταν έπεφταν στις παγίδες των αεικίνητων Γκατσίνοβιτς, Πινέδα, Άμραμπατ ή Ελίασον, όταν έσπαγαν πάνω σε Σιμάνσκι ή Γιόνσον, το έργο των Αθανασιάδη και Στάνκοβιτς, του Ρότα, του Σιντιμπέ, του Χατζησαφί και του Μοχαμαντί, νομοτελειακά γινόταν ευκολότερο, αφού έρχονταν αντιμέτωποι με ελάχιστες επικίνδυνες καταστάσεις, χωρίς να έχουν καταπονηθεί υπέρμετρα οι ίδιοι. Αντίστοιχα, λιγότερο στρεσάρονταν και οι ούτως ή άλλως ποιοτικά επαρκείς κεντρικοί αμυντικοί Βίντα-Μουκουντί. Τη σαιζόν 2023-2024 που οι μειωμένες αντοχές απάντων επέτρεψαν σχεδόν σε κάθε αντίπαλο να επισκέπτεται πιο συχνά και με καλύτερες προϋποθέσεις τα καρέ μας, όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα μάλιστα δεν κατορθώναμε να παρατάξουμε σταθερό κεντρικό αμυντικό δίδυμο, λόγω τραυματισμών και κόπωσης, οι τεχνικές και πνευματικές αδυναμίες τερματοφυλάκων, πλάγιων μπακ, αλλά και κεντρικών αμυντικών, ξεσκεπάστηκαν πανηγυρικά.
 
Ομοίως ξεσκεπάστηκε και η ανεπάρκεια του ίδιου του Ματίας ως προς την θετική παρέμβαση κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Την πρώτη χρονιά συνήθως αρκούσε η μαζική αλλαγή προσώπων μετά το 65’ για να φρεσκαριστεί η μεσοεπιθετική γραμμή και να διατηρηθεί σε υψηλή ένταση η πίεση. Δεν προέκυπτε συχνά η ανάγκη για δύσκολες αποφάσεις ως προς το ποιος έπρεπε να μπει, πού και πότε ακριβώς, για διαφοροποίηση διάταξης, για αλλεπάλληλες εναλλαγές ρόλων των παικτών μέσα στο ματς. Στη δεύτερη σαιζόν που οι τραυματισμοί και η κακή φυσική κατάσταση του ρόστερ αναίρεσαν το πλεονέκτημα της μαζικής αλλαγής προσώπων, αφού οι νεοεισερχόμενοι δεν είχαν την φρεσκάδα να τονώσουν μια ήδη φθίνουσα πίεση, ο προπονητής αδυνατούσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια από τον πάγκο σε μια ομάδα που κινδύνευε μόνιμα στο τέλος των αγώνων με ισοφάριση.
 
Η λύση στο πρόβλημα που ταλάνιζε την πρωταθληματική πορεία της ΑΕΚ καθ’ όλη τη σαιζόν 2023-2024 ήταν ολοφάνερη: ενίσχυση του ρόστερ με παίκτες ακόμα πιο ταχυδυναμικούς, ακόμα πιο ανθεκτικούς, προκειμένου να συνεχίσει να υπηρετείται σωστά ένας αποδεδειγμένα πετυχημένος και αποδοτικός τρόπος παιχνιδιού και αντικατάσταση των «αδύναμων κρίκων» που εκτίθονταν πια φανερά όταν το πρέσινγκ δεν είχε διάρκεια και ένταση τέτοια που να τους εξασφαλίζει κάλυψη. Αναβάθμιση που θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει σταδιακά ήδη από το καλοκαίρι του 2023, να συνεχιστεί μεσούσης της σαιζόν, το Γενάρη του 2024, και να κορυφωθεί το καλοκαίρι του 2024. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Αντί να αλλάξει το ατελές υλικό, στο τέλος άλλαξε το αντικειμενικά πετυχημένο σχέδιο.
 
Η αλλαγή αγωνιστικής ταυτότητας της ΑΕΚ
Ενόψει της σαιζόν 2024-2025, αντί να εισηγηθεί και να απαιτήσει ολική ανανέωση του ρόστερ, βασισμένη στο παιχνίδι πίεσης που ο ίδιος καθιέρωσε και έκανε τη διαφορά, ο Ματίας πήρε την μοιραία απόφαση να τροποποιήσει το επί διετία αγωνιστικό πλάνο του και να παρουσιάσει κάτι που, ναι μεν θα ενείχε κάποια στοιχεία του γνώριμου στυλ του, αλλά στον πυρήνα του θα ήταν κάτι ριζικά διαφορετικό. Κατά τα φαινόμενα, ο Ματίας προσπάθησε να μετατρέψει την ΑΕΚ από ομάδα πίεσης σε ομάδα κατοχής, με πρωταρχικό της στόχο να ελέγχει εκείνη την μπάλα και να προσπαθεί να τοποθετεί παίκτες στα κατάλληλα εκείνα σημεία του τεραίν ώστε να δημιουργούνται τρίγωνα και τετράγωνα ανάμεσα στις γραμμές των αντιπάλων και μέσω αυτών των σχημάτων, με συνεχόμενες πάσες, αργά και υπομονετικά, να προωθείται η μπάλα στην αντίπαλη περιοχή. Σε θέση άμυνας, ενώ ένα τέτοιο είδος παιχνιδιού, που αποσκοπεί ουσιαστικά στον έλεγχο χώρου, απαιτεί αντίστοιχα τη φύλαξη χώρου, ήτοι μαρκάρισμα ζώνης, ο Ματίας επέμεινε να συμπεριφέρονται οι παίκτες του σαν την ομάδα πίεσης των προηγούμενων δύο ετών, με ειδικά ατομικά μαρκαρίσματα σε όλο το μήκος και πλάτος του γηπέδου και με τις γραμμές «ψηλά», πιέζοντας για άμεση ανάκτησης της μπάλας. Για να αφομοιώσει η ομάδα το καινούριο στυλ, χρειάστηκε υπερβολικά πολύς χρόνος, σχεδόν ολόκληρος ο α’ γύρος, διάστημα στο οποίο χάθηκαν 10 βαθμοί με ομάδες επίπεδου 6ης θέσης και κάτω. Τούτο συνέβη κατά τη γνώμη μου για δύο λόγους.
 
Πρώτον, διότι ολόκληρο το καλοκαίρι ουσιαστικά δεν δουλεύτηκε τίποτα, αφού, λόγω της διοικητικής αλλαγής το ρόστερ διαμορφώθηκε πολύ αργά, εξαιτίας δε της ταυτόχρονης απουσίας πολλών παικτών σε υποχρεώσεις με εθνικές ομάδες, η ομάδα ταξίδεψε στην Ολλανδία για προετοιμασία με μόλις 13 ποδοσφαιριστές (Ρότα, Χατζησαφί, Πήλιος, Μήτογλου, Μουκουντί, Γαλανόπουλος, Μάνταλος, Λιούμπιτσιτς, Τσιλούλης, Ελίασον, Φερνάντες, Γκαρσία, Ζίνι), χωρίς καν τερματοφύλακα(!), με την υπόλοιπη αποστολή να συμπληρώνεται από διάφορους παντελώς ατάλαντους παίκτες του εκτρώματος της ΑΕΚ Β’, ίσα-ίσα για να υπάρχουν κάποιοι να κάθονται κάτω από τα γκολπόστ και μερικοί ακόμα για να μπορούν να διεξαχθούν προπονητικά διπλά και φιλικά. Το φιάσκο αυτό δίνει μια καλή αφορμή να προβληματιστούμε για το μέλλον, όσον αφορά τη λεγόμενη «καλοκαιρινή προετοιμασία». Σε ένα ποδόσφαιρο που, με δική μας ευθύνη, έχει γίνει καθαρό εμπόρευμα και ουσιαστικά δεν κάνει διάλειμμα ποτέ, με τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις να εκκινούν με τρεις και τέσσερις προκριματικούς γύρους ήδη από τον Ιούλιο και με τις διοργανώσεις εθνικών ομάδων να διεξάγονται σχεδόν κάθε δεύτερη χρονιά τους καλοκαιρινούς μήνες, θα προκύπτει όλο και συχνότερα το φαινόμενο να μην υπάρχει ο χρόνος και οι διαθέσιμοι παίκτες για ουσιαστική προπαρασκευή των βάσεων κάθε επερχόμενης αγωνιστικής περιόδου.
 
Δεύτερον, επειδή ο απροσδόκητος αποκλεισμός από τη Νόα, ελέω Στρακόσια και έλλειψης φορ, μείωσε τους διαθέσιμους αγώνες μέσα στη σαιζόν και δεν επέτρεψε ένα καλύτερο μοίρασμα του χρόνου μεταξύ των παικτών, όπως επιτεύχθηκε πέρσι, με τη δημιουργία μιας «ομάδας Ευρώπης» και μιας «ομάδας Ελλάδας» (Άμραμπατ βασικός εξτρέμ στην Ευρώπη, Ελίασον στην Ελλάδα, Σιμάνσκι βασικό 6άρι στην Ευρώπη, Γιόνσον στην Ελλάδα, Σιντιμπέ βασικό δεξί μπακ στην Ευρώπη, Ρότα στην Ελλάδα, Βίντα-Μουκουντί βασικό ευρωπαϊκό δίδυμο, Κάλενς-Μήτογλου ελληνικό). Έτσι, καταρχάς, θα έμεναν όλοι στο ρόστερ ικανοποιημένοι με το χρόνο συμμετοχής τους, όλοι θα δοκιμάζονταν στην πράξη σε αυτά που τους ζητούσε ο προπονητής για να διαπιστωθεί ποιος ανταποκρινόταν καλύτερα, ο δε προπονητής θα είχε πολύ περισσότερες ευκαιρίες για να κατασταλάξει πιο γρήγορα σε σταθερές και ρόλους. Εξαιτίας του οδυνηρού αυτού αποκλεισμού από το ηλικίας 8 ετών κλαμπ-σφραγίδα ενός Αρμένη κρασοπαραγωγού, ο Ματίας, με ένα μόνο ματς τη βδομάδα, κατέληξε να παρατάσσει κάθε Σαββατοκύριακο διαφορετικά πρόσωπα στην 11άδα, ειδικά στο χώρο του κέντρου και στην επιθετική τριπλέτα, μέχρι να βρει αυτούς που θεωρούσε πιο κατάλληλους.
 
Ακόμα πάντως και όταν η ομάδα άρχισε επιτέλους να ρολάρει, από Δεκέμβριο μέχρι Φεβρουάριο (συμπτωματικά ή όχι, μεταξύ της 4άρας και της 6άρας από τον ΟΣΦΠ), χρονικό διάστημα στο οποίο έγραψε ένα επιμέρους σερί Ν-Ι-Η 10-1-1 στο πρωτάθλημα, ενώ στο κύπελλο απέκλεισε τον ΠΑΟΚ, με το καλύτερο φετινό της παιχνίδι (α’ προημιτελικός, ΑΕΚ-ΠΑΟΚ 1-0), φαινόταν ότι έπασχε στη δημιουργία μεγάλων ευκαιριών για γκολ και στο σκοράρισμα αυτό καθαυτό, σε απόλυτο κοντράστ με ό,τι συνέβαινε τις προηγούμενες δύο σαιζόν. Παράλληλα, παίζοντας πάντα με τις γραμμές ψηλά και με ατομικά μαρκαρίσματα, φλερτάραμε μόνιμα με το ενδεχόμενο να βγαίνουν στην πλάτη της άμυνάς μας οι αντίπαλοι, έχοντας «καθαρές» ευκαιρίες για εις βάρος μας γκολ, ρίσκο που, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν άξιζε πια, με τόσο περιορισμένη δική μας παραγωγικότητα.
 
Το ποδόσφαιρο κατοχής και συνεργασιών που προσπάθησε να εφαρμόσει ο Αλμέιδα, διανθισμένο και με πτυχές του προηγούμενου παιχνιδιού πίεσης, παραήταν φιλόδοξο και απαιτητικό (υψηλή τεχνική κατάρτιση, ευστροφία, τακτική συνέπεια, ώστε να «βγαίνουν» οι συνδυασμοί, αλλά και εξαιρετική φυσική κατάσταση εφόσον υπήρχε επιμονή στο μαν-του-μαν, τις γραμμές ψηλά και την προσπάθεια άμεσης ανάκτησης μπάλας αντί οπισθοχώρησης σε ζώνες άμυνας) για να αποδώσει τα προσδοκώμενα. Υστέρησαν πάρα πολλοί παίκτες και, δυστυχώς, ειδικά οι προσωπικές επιλογές του προπονητή για αυτό το σύστημα (Λαμέλα, Περέιρα), ενώ τα πλάγια μπακ και ο σέντερ φορ μας εξελίχθηκαν στην αχίλλεια φτέρνα μας. Ρότα, Οντουμπάτζο, Χατζησαφί, Πήλιος, όλοι μαζί σε ποιότητα έναν ολοκληρωμένο πλάγιο μπακ δεν συνθέτουν, κάτι φυσικά που γνωρίζαμε από την προηγούμενη σαιζόν. Πώς ήταν δυνατόν ο Ματίας να περιμένει από τους παραπάνω ορθά εκτελεσμένους συνδυασμούς στα άκρα, underlaps, overlaps και ποιοτικές τελικές πάσες, ένας θεός ξέρει… Η ΑΕΚ υπήρξε ίσως η μοναδική ομάδα της λίγκας που σταθερά ζημιωνόταν αντί να δέχεται την παραμικρή έστω προσφορά από τα πλάγια μπακ της.
 
Μπροστά, ο Λιβάι Γκαρσία, με εξαίρεση κάποιες σκόρπιες αναλαμπές, ήταν «φάντασμα». Ο Μαρσιάλ, ενώ στην Αγγλία συνήθως έπαιζε σαν φορ άξονα, κεντρικό ή δεύτερο, εδώ μάλλον δεν «ψηνόταν» για τον ίδιο απαιτητικό ρόλο και βολεύτηκε σε αυτόν του «περιπτερά» στο δεύτερο δοκάρι στα αριστερά της περιοχής, σκοράροντας, με ψήγματα της κλάσης του και μόνο, 9 γκολ, πριν τραυματιστεί και απουσιάσει στο μεγαλύτερο μέρος της κρίσιμης τελικής ευθείας. Όσον αφορά τον Πιερό, ενώ για τους περισσότερους το μεγαλύτερο πρόβλημά του ήταν τα θεωρούμενα ασύμβατα με τον τρόπο παιχνιδιού μας χαρακτηριστικά του (απουσία τεχνικής κατάρτισης, ειδικά χαμηλά, αδυναμία συνδυασμού έξω από την περιοχή), ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα θεωρώ ότι υπήρξε η σταθερά φθίνουσα, μετά το Γενάρη, σωματική του κατάσταση. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στο γήπεδο ο Αϊτινός ήταν σαφώς πιο ευκίνητος, με μεγαλύτερη πλαστικότητα στις κινήσεις, με μεγάλη αλτικότητα, περισσότερη δύναμη στις μονομαχίες, ανθεκτικότερος στα μαρκαρίσματα. Ξεκίνησε εξάλλου με 3 γκολ (ΑΕΚ-Βόλος, ΑΕΚ-ΠΑΟΚ, ΑΕΚ-ΠΑΟ) στα οποία εξέθεσε τους προσωπικούς του φρουρούς. Δύο-τρεις μήνες μετά δεν μπορούσε ούτε καν να στρίψει και δεν άντεχε να ολοκληρώσει 90λεπτο. Είτε λόγω κακής εκγύμνασης, είτε κακής εξωγηπεδικής ζωής (υποθέσεις), από το μέσον της σαιζόν και μετά ο Πιερό δεν είχε όχι εικόνα σέντερ φορ, ούτε καν εικόνα αθλητή.
 
Ο επιλεχθείς από τον Ματίας φετινός τρόπος παιχνιδιού είχε, άθελά του, ακόμα μια επιβλαβή συνέπεια. Απομύζησε σωματικά και πνευματικά τον καλύτερο παίχτη, όχι απλά του κιτρινόμαυρου ρόστερ, αλλά και του πρωταθλήματος, τον Πινέδα. Ο Μεξικανός, όντας ο μόνος που συνδύαζε υψηλή τεχνική κατάρτιση για συνδυαστικό παιχνίδι και αντοχές για παιχνίδι πίεσης, επωμίστηκε έναν υπέρ το δέον σύνθετο ρόλο, ευρισκόμενος παντού μέσα στο γήπεδο: συνθέτοντας τρίγωνα, προσφέροντας επιλογή πάσας, πασάροντας, εφορμώντας, κόβοντας, καλύπτοντας… Στο τελευταίο 1/3 της σαιζόν πλέον απλά παρέπαιε και κανείς συμπαίκτης του δυστυχώς δεν μπορούσε να προσφέρει ισόποσα για να τον αναπληρώσει.
 
Η γύμνια στην τελική ευθεία
Δεδομένου ότι όλα τα αγωνιστικά ψεγάδια της ΑΕΚ ήταν ήδη οφθαλμοφανή ακόμα και στην «καλή» της περίοδο και απέναντι σε ομάδες επιπέδου πλέι-οφ 5-8 και πλέι-άουτ 9-14 και εφόσον οι δύο τίτλοι θα κρίνονταν αποκλειστικά και μόνο σε ντέρμπι, ήτοι σε παιχνίδια ύψιστου βαθμού δυσκολίας, απέναντι στους -κατά τεκμήριο- ισχυρότερους, έναντι όλων των υπολοίπων, αντιπάλους (με τον ΟΣΦΠ ειδικά να έχει εκ των πραγμάτων φυσικό πλεονέκτημα εναντίον μας, λόγω του τρόπου παιχνιδιού του που εξουδετέρωνε τον δικό μας), θα περίμενε κανείς ότι στη μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου θα πρυτάνευε η σύνεση και η ομάδα θα ενισχυόταν τουλάχιστον με αριστερό μπακ, δεξί μπακ και σέντερ φορ, ανεξαρτήτως αποχώρησης ή όχι του Γκαρσία, τριών συνολικά παικτών ποιότητας τέτοιας που θα αποτελούσαν τις βασικές επιλογές ως το τέλος.
 
Αντί ενίσχυσης, η ομάδα το χειμώνα αποδυναμώθηκε. Όχι μόνο δεν αποκτήθηκαν οι παραπάνω παίκτες για κομβική αναβάθμιση, αλλά αποχώρησαν οι Τσούμπερ, Άμραμπατ και Γκαρσία (ο Τσούμπερ μάλιστα πριν καν την έναρξη της μεταγραφικής περιόδου, ο Γκαρσία μετά το τέλος της! – σημ: η αποχώρηση του Γαλανόπουλου δεν σήμανε αποδυνάμωση του ρόστερ, και άργησε μάλιστα να αποτελέσει παρελθόν), χωρίς να αντικατασταθεί κανείς τους. Υποτίθεται μάλιστα πως η αποχώρηση των Τσούμπερ και Άμραμπατ ήταν και σωστή, ενδεδειγμένη κίνηση, όπως υποστήριζαν τότε οι ΑΡΔ, γιατί θα επιτυγχανόταν υποτίθεται αποσυμφόρηση του ρόστερ και βελτίωση του κλίματος στα αποδυτήρια! Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν αυτές οι αποπομπές υπήρξαν επιθυμία του Αλμέιδα, λόγω διαταραχθείσας σχέσης του με τους εν λόγω παίκτες ή αν ήταν τα βολικότερα «θύματα» ενός διαρκώς, όλη τη χρονιά, επιχειρούμενου «damage control» μετά τον αποκλεισμό από τη Νόα, καθώς επρόκειτο για δύο παίκτες που τα συμβόλαιά τους έληγαν και ίσως κρίθηκε οικονομικά ασύμφορο για τον ιδιοκτήτη να αμείβει δύο «ακριβούς» παίκτες για να λογίζονται τελευταίες αλλαγές στο ροτέισον. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για λάθος που φάνηκε αργότερα, όταν υπό το βάρος τιμωριών λόγω καρτών και τραυματισμών, η ΑΕΚ αντιμετώπιζε ποσοτικό έλλειμμα σε φορ και εξτρέμ. Γενικότερα, το φετινό χειμώνα η διοίκηση Ηλιόπουλου έδειξε ότι δεν είχε την διάθεση να διοχετεύσει τα έσοδα της ομάδας στη μεταγραφική αγορά, καταφεύγοντας σε μελισσανίδειας κοπής «διαχείριση», ζημιώνοντας έτσι εντέλει την ομάδα. Ακόμα κι αν δεχτούμε την εκδοχή των νεόκοπων εθελόδουλων της νέας διοίκησης ότι ήταν θέλημα ενός «εμμονικού» Ματίας η μη ενίσχυση, σε ένα τέτοιο σενάριο ο Ηλιόπουλος όφειλε να δώσει προτεραιότητα στην αγωνιστική υγεία του κλαμπ, να επιβάλει αναβάθμιση ποιότητας του ρόστερ και να αποπέμψει τον «σαμποτέρ» προπονητή.
 
Καταρρακωμένη ψυχολογικά από το 6-0 και τις προαναφερόμενες βραχυπρόθεσμες συνέπειές του, εφαρμόζοντας ούτως ή άλλως ένα ποδοσφαιρικό σχέδιο προβληματικό, μη ικανό να κάνει τη διαφορά έναντι του ανταγωνισμού, αποδυναμωμένη παικτικά, την ίδια ώρα που όλοι οι υπόλοιποι ανταγωνιστές ενισχύθηκαν (Μπρούνο, Όρτα, Πάλμα στον ΟΣΦΠ, Σβιντέρσκι, Σιώπης στον ΠΑΟ, Πέλκας, Μεϊτέ, Πένια στον ΠΑΟΚ), η ΑΕΚ φυσιολογικά κατέρρευσε όταν κλήθηκε να δώσει έξι συνεχόμενους μέγιστης δυσκολίας αγώνες, ήτοι τα έξι ντέρμπι των πλέι-οφ. Σίγουρα, θα μπορούσε να μην γράψει το εξευτελιστικό σερί έξι ηττών, να έχει αποσπάσει μία ή δύο ισοπαλίες, ακόμα και να έχει σημειώσει σε κάποιο από όλα αυτά τα ματς μια νίκη. Στα κρίσιμα σημεία ωστόσο, ο Ματίας έπαιρνε κάθε φορά λάθος αποφάσεις, διέπραττε συνεχόμενα τακτικά σφάλματα και «έθαψε» κάθε τελευταία ελπίδα της ομάδας του και εντέλει τον ίδιο του τον εαυτό (ενδεικτικά: αναίτια διατήρηση ψηλά των γραμμών με σκορ 2-0 επί του ΠΑΟΚ και πλήρης αδράνεια επί 10 λεπτά μπροστά στις επαναλαμβανόμενες μακρινές μπαλιές του Μιχαηλίδη στην πλάτη του Ρότα που έβγαλαν 3 «καθαρές» ευκαιρίες του ΠΑΟΚ, εκ των οποίων οι 2 έγιναν γκολ [τελικό 2-3], απόσυρση Γιόνσον και παράδοση του κέντρου στον ΠΑΟ με το σκορ την ώρα της παρέμβασης στην ευνοϊκή για την ΑΕΚ ισοπαλία [τελικό 3-1], ξανά χωρίς λόγο ανεβασμένες γραμμές με σκορ 1-0 επί του ΠΑΟ, ταυτόχρονη με την είσοδο Ελίασον έξοδος του Πιερό, ενώ ο πρώτος ήταν ο καταλληλότερος τροφοδότης για τον δεύτερο [τελικό 1-2]…).
 
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε την κατά κράτος παραγοντική / παρασκηνιακή / εξωαγωνιστική, όπως θέλει κανείς να την ονοματίσει, επικράτηση της συμμαχίας των δύο γαύρων εις βάρος μας, που έπαιξε και αυτή τον ρόλο της στην πορεία μας. Η ΑΕΚ «χειρουργήθηκε» νωρίς-νωρίς μέσα στη σαιζόν σε Αγρίνιο (μη καταλογισθέν πέναλτι υπέρ του Περέιρα) και Σέρρες (τρεις περιπτώσεις μη καταλογισμού πέναλτι, υπέρ Πιερό, Οντουμπάτζο και Πινέδα, η τελευταία τόσο κραυγαλέα που δεν το πιστεύαμε όσοι ήμασταν εκείνη την ημέρα στο γήπεδο τι βλέπαμε «στην εποχή του VAR»…), όταν λόγω της γενικότερης κακής εικόνας μας, προσφερόμασταν για απροκάλυπτες «σφαγές». Καθ’ όλη τη διάρκεια, δε, της αγωνιστικής περιόδου η ομάδα υπέφερε από υπέρμετρη παρατήρηση των παικτών της με κάρτες. Παράλληλα, οι μηχανισμοί προπαγάνδας του ανταγωνισμού, δίχως να βρουν οποιαδήποτε αντίσταση από την επικοινωνιακά ανύπαρκτη ΑΕΚ, κατάφεραν να «χαλάσουν» όχι μόνο το μυαλό των οπαδών μας, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται και ανθρώπων της ομάδας, συμπεριλαμβανομένου ίσως και του προπονητή, υποδαυλίζοντας ίντριγκες, μεγαλοποιώντας καταστάσεις και αποπροσανατολίζοντας την κριτική μας από τα αγωνιστικά ζητήματα σε θεωρίες συνωμοσίας.
 
Η δίκαιη απόλυση και η παρακαταθήκη του Ματίας
Το μεγάλο προσόν, το προτέρημα, η αρετή του προπονητή Ματίας Αλμέιδα δεν ήταν ποτέ η διαχείριση αγώνων, αλλά η συγκρότηση ενός καλοδουλεμένου συνόλου παικτών σε μια ομάδα με ξεκάθαρη αγωνιστική ταυτότητα, με σαφές αποδοτικό αγωνιστικό πλάνο. Τις πρώτες δύο σαιζόν του στην ΑΕΚ ο Ματίας επαλήθευσε αυτήν την ικανότητά του, την πρώτη ειδικά σαιζόν πέτυχε, προφανώς, απόλυτα, τη δεύτερη, ωστόσο, το ρόστερ σταδιακά έχανε την ικανότητα να υπηρετήσει σωστά τον προκαθορισθέντα τρόπο παιχνιδιού, αδυναμία που πρώτος απ’ όλους όφειλε να την διαγνώσει και να την θεραπεύσει ο ίδιος, απαιτώντας πολλαπλή και ποιοτική ενίσχυση, κάτι που μοιραία δεν έπραξε. Την τρίτη σαιζόν απέτυχε οικτρά.
 
Σε βάθος τριετίας το ποσοστό 1/3 σε σαιζόν που το αγωνιστικό πλάνο εφαρμόστηκε σωστά και απέδωσε από την αρχή μέχρι το τέλος μάλλον δεν είναι και το πιο κολακευτικό. Δίκαια δεν θα υπήρχε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του για το χτίσιμο μιας νέας ομάδας, ειδικά έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το ρόστερ, αν και νομίζω ότι μεγαλύτερο ρόλο στην απόλυση του Ματίας έπαιξαν ρόλο τα πρόσφατα εξευτελιστικά αποτελέσματα και οι κακές διαπροσωπικές σχέσεις του με τη διοίκηση, παρά μια σφαιρικότερη αξιολόγηση του έργου του. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει απολυθεί ήδη από τα τέλη του περασμένου καλοκαιριού και όχι φυσικά εν είδει τιμωρίας για τον αποκλεισμό από τη Νόα, αλλά ακριβώς επειδή φαινόταν από τότε η σύγχυσή του ως προς το τι ποδόσφαιρο θα παρουσίαζε φέτος. Υπήρχε ακόμα τότε χρόνος, εφόσον το ρόστερ βρισκόταν υπό διαμόρφωση και το μεταγραφικό παράθυρο ήταν ανοιχτό, να αντικατασταθεί από αντίστοιχης μοντέρνας αντίληψης προπονητή, κατά προτίμηση προφανώς και ικανότερο στην τακτική μέσα στο 90λεπτο, με το αναμενόμενο ανάλογο κόστος και να διορθωθεί το οικοδόμημα ήδη από τα θεμέλια. Άπαξ και πέρασε αυτή η συγκυρία και ειδικά από την στιγμή που στο παίγνιο εξουσίας μεταξύ Αλμέιδα-Ηλιόπουλου τον Ιανουάριο επικράτησε ο πρώτος, η απόλυσή του μετά την 6άρα ή μετά το 2-3 από τον ΠΑΟΚ, όταν τελείωσε ο πρωταθλητισμός, δεν είχε πια κανένα νόημα. Εξάλλου, ούτε η διοίκηση φαίνεται να είχε έτοιμη κάποια εναλλακτική, ως όφειλε, ούτε ο οργανισμός γενικά διαθέτει κάποιον ικανό ποδοσφαιράνθρωπο «κασκαντέρ», πάντα έτοιμο να αναλάβει υπηρεσιακός για 2-3 παιχνίδια.
 
Στην όλη γραφική «Αλμεδιάδα» που διαδραματίστηκε μέσα στη σαιζόν μεταξύ αλμεϊδομάχων και αλμεϊδολατρών δεν κατάφερα να εμπλακώ ποτέ, μένοντας τόσο ψυχικά αποστασιοποιημένος, σε σημείο ώρες-ώρες να αναρωτιέμαι αν πάει κάτι τόσο λάθος με εμένα. Θεωρώ όλη αυτή την αρρωστημένη κατάσταση απότοκο του ολέθριου μελισσανιδισμού. Ο ολετήρας του στάτους της ΑΕΚ ως ισομεγέθους με τους επί 7-8 δεκαετίες ανταγωνιστές της, την οδήγησε σε τέτοια ιστορικά ναδίρ, την εξευτέλισε τόσο άσχημα, την έφτασε να είναι παρακολούθημα παραγοντικά και κλοτσοσκούφι αγωνιστικά του ΠΑΟΚ, ώστε ο πρώτος άνθρωπος που βρέθηκε να την καταστήσει ξανά κυρίαρχο του ελληνικού ποδοσφαίρου, και μάλιστα τόσο εμφατικά, να ανελιχθεί αυτόματα στο επίπεδο της θέωσης. Όταν απόλυτα φυσιολογικά φάνηκαν τα ψεγάδια του Ματίας, τόσο ως προπονητή, όσο και ως ανθρώπου, μεγάλη μερίδα των «πιστών» ένιωσε να «προδίδεται» και άλλη μια «προδοσία» στην κιτρινόμαυρη ζωή τους δεν ήταν βιώσιμη.
 
Σε κάθε περίπτωση, ο Ματίας πρόσφερε, πέτυχε, ζημίωσε, απέτυχε και νομοτελειακά αποτέλεσε παρελθόν. Η μεγάλη παρακαταθήκη που αφήνει στο σήμερα, πέραν της συμβολής του στην κατάκτηση ενός πρωταθλήματος και ενός κυπέλλου για την οποία θα μνημονεύεται αιώνια, είναι η ιδέα ποδοσφαίρου που εφάρμοσε η ΑΕΚ τις δύο πρώτες σαιζόν του. Είναι το ποδόσφαιρο του μέλλοντος. Ήδη ο πάντα οξυδερκής οργανισμός ΟΣΦΠ έσπευσε να το υιοθετήσει. Παιχνίδι πίεσης, άμεσων επιθέσεων, γρήγορων μεταβάσεων. Ποδοσφαιριστές με αθλητικά προσόντα, ταχύτητα, δύναμη, αντοχές. Το αργό ποδόσφαιρο της κατοχής μπάλας, του «build up», της πάσας, της «δαντέλας», το ποδόσφαιρο «ελέγχου», το βλέπουμε και στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, πεθαίνει. Όποιος επιβιβαστεί έγκαιρα στο συρμό της εξέλιξης θα έχει πλεονέκτημα έναντι του ανταγωνισμού και η ΑΕΚ της επόμενης μέρας δεν πρέπει να είναι απούσα.
 

2 σχόλια :

  1. Άλλη μια υπέροχη ανάλυση! Δυστυχώς δεν ερωτήθηκε ποτέ ο Ματιας γιατί από το 23 και μετά άρχισε να αλλάζει την εκρως επιτυχημένη τακτική της πίεσης ψηλας και των παικτών με ταχυδυναμη... καλοκαίρι 23 οι μεταγραφες δεν βοήθησαν και καλοκαίρι 24 πηραμε παλαιμαχους για το φαίνεσθε !!!! Άξιο αναφοράς είναι η τρομερή στηριξη του κόσμου της ομαδας που στο νέο γήπεδο αυξήθηκε κατά πολύ η γηπεδικη μας βάση, ελπίζουμε να συνεχιστεί αυτό! Νικολιτς δε μπορώ να πω ότι τον πιστεύω σαν προπονητη, μακαρι να βγει όμως. Αν και πιστεύω πως με αυτήν την επο είτε με Τερζιτς είτε με Τόλης Τερζή ταβάνι μας είναι η 3η θέση... υγ ολα τα λεφτά για τη νέα σεζόν είναι τα προκριματικα του καλοκαιριού για να παλέψουμε για το θαύμα, γιατί τέτοιο θα ναι να μπούμε ομιλους οντας ανίσχυροι και μη έχοντας περιθωρίου ούτε ενός αποκλεισμού...ΠΟΝΤΙΟΣ 21

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να 'σαι καλά. Από ποιον και τι να ερωτηθεί ο Ματίας, αφού οι ΑΡΔ δεν επιτελούν το δημοσιογραφικό λειτούργημα, παρά μόνο στριμώχνονται στα πέη ρολ σαν διαχειριστές επικοινωνίας των ΠΑΕ. Δεν υπάρχει καμία επαφή και καμιά επαγγελματική επιμόρφωση σχετικά με το ποδόσφαιρο ως άθλημα, το πώς παίζεται, την εξέλιξή του. Ακόμα πάντως κι όταν από σπόντα ή για ξεκάρφωμα γινόταν μια ποδοσφαιρική ερώτηση, ο Ματίας δεν την απαντούσε καθαρά. Είχε πάψει να μιλάει ποδοσφαιρικά, τουλάχιστον από το καλοκαίρι του '24, αν όχι νωρίτερα.

      Περί Νίκολιτς, μου είναι αποκρουστικό το υπόβαθρό του και θα προτιμούσα να μην τον δω ποτέ στον πάγκο της ΑΕΚ. Έχω τα ίδια αισθήματα από το Νοέμβρη του 2019, όταν πρωτακούστηκε σαν υποψήφιος προπονητής μας, μετά την αποχώρηση Κωστένογλου και πριν την πρόσληψη Καρέρα. Οι προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειές μας φυσικά δεν πρέπει να παίζουν κανέναν ρόλο στην αγωνιστική κριτική που πρέπει να είναι έντιμη και την στήριξη στην ομάδα που πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη.

      Στόχο μας, ως οργανισμός, οφείλουμε να έχουμε τον πρωταθλητισμό, κάθε χρόνο, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, υπό οποιαδήποτε αγωνιστική προσέγγιση, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα πλάνα. Άλλο αν εντέλει κατακτήσεις ή χάσεις τον τίτλο, πώς και γιατί. Στην διεκδίκηση όμως η ΑΕΚ είναι κρίσιμο να βρίσκεται ΠΑΝΤΑ.

      Θα συνεισφέρω στην όλη "καφενειακή" κουβέντα γύρω από την επιλογή Νίκολιτς (γιατί σοβαρή πραγματικά δεν μπορεί να είναι, δεν έχουμε ιδέα σαν οπαδοί-θεατές τι θα δείξει όντως στο τεραίν), καταθέτοντας την "καφενειακή" εικασία ότι πρόκειται για προπονητή βραχυπρόθεσμης χρήσης, ίσα-ίσα για να διατηρηθεί στον πρωταθλητισμό το υπάρχον ρόστερ που δεν μπορεί να υπηρετήσει το ποδόσφαιρο πίεσης της διετίας 2022-2024 και λόγω πιθανής "σφιχτής", μελισσανίδειας κοπής "διαχείρισης" από τον Ηλιόπουλο, δεν αντέχει ολική αναδόμηση το φετινό καλοκαίρι (υπενθυμίζω ότι τα μόνα συμβόλαια που λήγουν είναι του Χατζησαφί και του ανενεργού Στάνκοβιτς). 3-4 μεταγραφές, πολλή δουλειά στο τακτικό κομμάτι για να αξιοποιηθεί ό,τι υπάρχει στο μέγιστο, καθόλου ρίσκα, μηδενική πίεση ψηλά, χαμηλά η άμυνα, πυκνές οι γραμμές και 2-3 γρήγοροι (λογικά οι νέες μεταγραφές; -βλ. Κουτέσα) να φεύγουν σε επιθετική μετάβαση.

      Δυστυχώς η συνήθης κεφτεδίσια κατακλείδα "θα δούμε φίλε, θα δούμε(;)" εδώ ταιριάζει απόλυτα.

      Διαγραφή

Οι 10 δημοφιλέστερες αναρτήσεις της εβδομάδας