14 Μαρτίου 1968. Αθήνα,
Καλλιμάρμαρο Στάδιο. 60.000 θεατές παρακολουθούν τον αγώνα ρεβάνς ΑΕΚ-Βαρέζε
για τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης. Η Ένωση έχει ηττηθεί στην
Ιταλία με σκορ 78-60 και καλείται να ανατρέψει αυτή τη διαφορά 18 πόντων για να
βρεθεί στον τελικό. 30 δευτερόλεπτα πριν το τέλος έχει καταφέρει να προηγείται
με 70-52 και της ανήκει η κατοχή για μια ολόκληρη τελευταία επίθεση. Η μπάλα
φτάνει στον πανύψηλο σέντερ της με το νο.6 στη φανέλα που περιμένει στα δεξιά
της ρακέτας. Ήδη από το 6ο λεπτό της αναμέτρησης παίζει κουτσαίνοντας, με
τραυματισμένο αστράγαλο. Ο χρόνος λιγοστεύει. Ξέρει ότι αν αστοχήσει και η
διαφορά παραμείνει στο +18, οι δύο ομάδες θα οδηγηθούν την επομένη σε τρίτο
αγώνα μπαράζ για να ξεκαθαρίσει εκεί η πρόκριση. Οι αφόρητοι πόνοι του, του
υποδεικνύουν ότι δε θα μπορέσει να συμμετάσχει στο τρίτο αυτό παιχνίδι. Οι
αντίπαλοι είναι όλοι αστέρες του ιταλικού μπάσκετ και ο ίδιος πολυτιμότατος για
τη δική του ομάδα. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια να λείψει. 6 δεύτερα στο ρολόι. Μια
αριστερή στροφή για να ξεμαρκαριστεί και ένα τζαμπ σουτ. Η μπάλα πάει μέσα, ο
κόσμος παραληρεί, η ΑΕΚ βρίσκεται στον τελικό. Πρόκειται ίσως για το
σπουδαιότερο καλάθι στην ιστορία του Δικεφάλου και ο σκόρερ του δεν θα μπορούσε να είναι
κάποιος τυχαίος: είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες καλαθοσφαιριστές όλων
των εποχών, ο Γιώργος Τρόντζος.
Τα πρώτα μπασκετικά βήματα και η εμπειρία της Αμερικής
Ο Γιώργος Τρόντζος γεννήθηκε στις
16 Φεβρουαρίου 1942 στη Βέροια και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Ασχολήθηκε από
μικρή ηλικία με το μπάσκετ λόγω ύψους. Όπως διηγούταν ο ίδιος σε πρόσφατη
συνέντευξή του, ήταν ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια τόσο ψηλός που δε χωρούσε
στο λεωφορείο και πήγαινε στο σχολείο με τα πόδια! Στα 2 μέτρα και 17 εκατοστά
έμελλε να σταματήσει η ανάπτυξή του. Η ασυνήθιστη αυτή κορμοστασιά δε γινόταν
να περάσει απαρατήρητη από τους ειδήμονες του αθλήματος. Εν έτει 1959 ο
Αμερικανός προπονητής και ανιχνευτής ταλέντων στην Ευρώπη, Τζιμ Μακ Γκρέγκορ, προσέγγισε
τον νεαρό σέντερ που τότε έπαιζε για τη ΧΑΝΘ, προτείνοντάς του να περάσει στην
άλλη όχθη του Ατλαντικού και να δοκιμάσει την τύχη του στο κολλεγιακό
πρωτάθλημα των ΗΠΑ. Ο Τρόντζος αποδέχτηκε την προσφορά και βρέθηκε έτσι στα 17
του στις τάξεις της μπασκετικής ομάδας του Πανεπιστημίου Γκονζάγκα, στο Σποκέιν
της πολιτείας Ουάσινγκτον, στο βορειοδυτικό τμήμα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξε ο
πρώτος Έλληνας και μόλις ο δεύτερος Ευρωπαίος (μετά το Γάλλο Λεφέμπρ) που συμμετείχε
στο αμερικανικό κολλεγιακό πρωτάθλημα, ο Γιώργος προσαρμόστηκε ευχάριστα στο
νέο αυτό περιβάλλον, σπουδάζοντας ταυτόχρονα ηλεκτρολογία μηχανολογία. Ευτύχησε
δε να έχει ως μέντορα έναν εμπειρότατο προπονητή, τον Χανκ Άντερσον, ο οποίος
τον βοήθησε να αριστεύσει στην εκτέλεση της κίνησης «ραβέρσα». Η ραβέρσα (αγγλ.
hook shot) είναι ένα είδος σουτ
που εκτελείται με το ένα χέρι και με καμπύλη τροχιά, από παίκτη που τοποθετεί
το σώμα του σε πλάγια στάση προς το καλάθι, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ανοίξει
χώρο με το άλλο, ελεύθερο χέρι του. Πρόκειται για κίνηση που πολύ δύσκολα
αντιμετωπίζεται με τάπα ειδικά αν εκτελείται από ψηλό παίκτη και που έμελλε να
γίνει το σήμα κατατεθέν του θρυλικού Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ (με το δικό του
ιδιαίτερο στυλ βέβαια). Ο Άντερσον προέβλεψε σωστά ότι αν ο Τρόντζος κατόρθωνε
να τελειοποιήσει τη ραβέρσα, θα γινόταν ακαταμάχητος στο επιθετικό παιχνίδι.
Η περιπετειώδης μεταγραφή στην ΑΕΚ και η συμβολή στην κιτρινόμαυρη
δυναστεία
Αναγνωρίζοντας ότι ήταν πολύ
δύσκολο να επιλεγεί για το NBA,
σε μια εποχή που οι Αμερικανοί δεν εμπιστεύονταν Ευρωπαίους παίκτες για το τοπ
επίπεδο, ο Έλληνας σέντερ αποφάσισε το 1963, μετά από 4 χρόνια σπουδών και 3
σαιζόν συμμετοχής στο NCAA,
να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη. Αγωνιζόμενος με τη φανέλα της Εθνικής στους
Βαλκανικούς Αγώνες του 1963 κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον ΑΕΚ και Παναθηναϊκού.
Η Ένωση του Μίσσα Πανταζόπουλου, εστεμμένη ήδη πρωταθλήτρια εκείνης της
χρονιάς, κάλυψε τις απαιτήσεις της ΧΑΝΘ, στην οποία ανήκε ακόμα το δελτίο του
παίκτη, και τον ενέταξε στο δυναμικό της. Βλέποντας την ανταγωνίστριά του να
ισχυροποιείται σημαντικά, ο Παναθηναϊκός, κατόπιν ενεργειών του προέδρου του,
Απόστολου Νικολαΐδη, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο Τρόντζος είχε κληθεί
ταυτόχρονα να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και αξιοποιώντας κανονισμό
της εποχής περί απαγόρευσης μεταγραφών στρατευσίμων(!), πέτυχε την αναστολή της
μετακίνησης για ένα τουλάχιστον χρόνο, μέχρι ο παίκτης να διευθετήσει το ζήτημα
της εκπλήρωσης των στρατιωτικών του καθηκόντων. Έτσι, παρόλο που ο «Ψηλός» είχε
προλάβει ήδη να αγωνιστεί για λογαριασμό του Δικεφάλου στο Κύπελλο
Πρωταθλητριών Ευρώπης του 1963-64, στερήθηκε του δικαιώματος να φορέσει την
κιτρινόμαυρη φανέλα στο καινούριο πρωτάθλημα που ξεκινούσε. Αντ’ αυτής
ξαναντύθηκε τα χρώματα της ΧΑΝΘ, ώστε να μην παραμείνει ανενεργός, φρόντισε δε
να εκδικηθεί τους πράσινους σκοράροντας 32 πόντους στη νίκη των Θεσσαλονικέων
επί του Τριφυλλιού στον α’ γύρο με 89-80. Στο τέλος της σαιζόν η ΑΕΚ κατακτούσε
το τρίτο πρωτάθλημα της ιστορίας της και δεύτερο σερί, ενώ ο ΠΑΟ παρά τις
παρασκηνιακές του κινήσεις τερμάτιζε 3ος.
Από το 1964-65 ο Τρόντζος
μπορούσε επιτέλους να προσφέρει απρόσκοπτα τις υπηρεσίες του στην Ένωση.
Ταίριαξε απόλυτα με τους υπόλοιπους μεγάλους αστέρες της ομάδας (Αμερικάνος,
Μόσχος, Ζούπας, Χρηστέας, Λαρεντζάκης, Βασιλειάδης κ.α.) και συνέβαλε στη
διατήρηση των εγχώριων σκήπτρων για άλλες δύο σαιζόν. Το 1966 μάλιστα ήρθε και
η πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή διάκριση: η συμμετοχή στο Final-4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ο
Μακεδόνας άσος ήταν καθοριστικός για την επιτυχημένη πορεία της ομάδας
σκοράροντας συνολικά στη διοργάνωση 223 πόντους (18,6 π/α). Δυστυχώς το όνειρο
της κούπας χάθηκε στο ημίχρονο του ημιτελικού με τη Σλάβια Πράγας, όταν ο
Γιώργος Μόσχος, αναγκάστηκε μετά από παράπονα συμπαικτών του για την απόδοσή
του, να τους αποκαλύψει ότι έπαιζε αντιμετωπίζοντας παράλληλα καρκίνο σε τελικό
στάδιο… Η ΑΕΚ που έτσι κι αλλιώς ήταν το μεγάλο αουτσάιντερ περιορίστηκε και
λόγω του σοκ στην 4η θέση.
Ο αναπόφευκτος χαμός του Μόσχου
μερικούς μήνες αργότερα επηρέασε την προσπάθεια της ομάδας και στο πρωτάθλημα
που για πρώτη φορά μετά από 4 σερί κατακτήσεις χάθηκε από τον Παναθηναϊκό. Η
εξέλιξη αυτή όμως οδήγησε στη συμμετοχή του δευτεραθλητή Δικεφάλου στη δεύτερη
τη τάξει ευρωπαϊκή διοργάνωση, το Κύπελλο Κυπελλούχων, με την γνωστή σε όλους
μας κατάληξη. Η συνεισφορά του Τρόντζου, πέρα από το νικητήριο καλάθι στη
ρεβάνς με τη Βαρέζε (που έμεινε στην ιστορία σαν ραβέρσα, ενώ ήταν απλά τζαμπ
σουτ που εκτελέστηκε απότομα μετά από περιστροφή), υπήρξε τεράστια σε όλες τις
φάσεις του θεσμού. Σκόραρε 37 πόντους στους δύο αγώνες της φάσης των «16»
κόντρα στη Βιτόρια, άλλους 29 στους προημιτελικούς με την Άντερλεχτ, 17 στους
ημιτελικούς με τη Βαρέζε και 24 στον μεγάλο τελικό του Καλλιμάρμαρου κόντρα στη
Σλάβια Πράγας (συνολικά 107 πόντοι στη διοργάνωση, 15,3 π/α). Την ίδια χρονιά
στέφθηκε και πρωταθλητής Ελλάδας και μάλιστα αήττητος, ενώ ένα τέταρτο
πρωτάθλημα (το 7ο στην ιστορία της ΑΕΚ) πρόσθεσε στη συλλογή του δυο χρόνια
αργότερα, το 1970, παράλληλα με μια άλλη σημαντική ευρωπαϊκή πορεία ως τα
ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων, με τη γαλλική Βισύ να στερεί από την Ένωση
έναν δεύτερο ευρωπαϊκό τελικό μέσα σε μια διετία.
Στην υπηρεσία της ΑΕΚ και στα δύσκολα χρόνια
Ο τίτλος του 1970 αποδείχτηκε το
«κύκνειο άσμα» της κιτρινόμαυρης «Dream Team» που εγκαθίδρυσε την πρώτη μπασκετική δυναστεία στη χώρα. Σταδιακά
όλοι οι μεγάλοι άσοι της αποσύρονταν ή αναχωρούσαν για άλλες πολιτείες
(Χρηστέας το 1970, Αμερικάνος το 1971, Ζούπας το 1972, Βασιλειάδης και
Λαρεντζάκης το 1974). Ο Τρόντζος ήταν ο τελευταίος της μαγικής αυτής φουρνιάς
που κρέμασε τα παπούτσια του, παίζοντας ως το 1980. Στην τελευταία μάλιστα
σαιζόν του ανέλαβε διπλό ρόλο, αυτόν του παίκτη-προπονητή. Από τα μέσα της
δεκαετίας του ’70 και έπειτα, με την ΑΕΚ αδύναμη να διεκδικήσει τα
πρωταθλήματα, βοήθησε τα μέγιστα στο κυνήγι της διάκρισης στο νεοϊδρυθέντα
θεσμό του κυπέλλου. Έμεινε όμως με την πίκρα του φιναλίστ τρεις φορές (1976,
1978, 1980 – ήττες στους τελικούς από τον Ολυμπιακό).
Στη σαιζόν 1980-81 κι ενώ είχε
επισήμως αποσυρθεί πια από το άθλημα, ο Τρόντζος δέχθηκε κρούση από το νέο
προπονητή Φρεντ Ντέβελι και τον έφορο Δημοσθένη Πασχαλίδη να
επαναδραστηριοποιηθεί. Πράγματι επανεντάχθηκε στις τάξεις της ομάδας, αποχώρησε
όμως σύντομα και οριστικά πια αυτή τη φορά, βλέποντας δυσαρεστημένος πως ο Ντέβελι
δεν σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει ουσιαστικά. Έχοντας δεθεί με την ΑΕΚ μετά από
16 ολόκληρα χρόνια καριέρας με τα χρώματά της, την ακολούθησε τις επόμενες
δεκαετίες ως απλός οπαδός. Στη μαύρη τριετία 2011-2014 βρέθηκε αρκετές φορές
στα κλειστά-στρούγκες της Α2 και της Β’ Εθνικής όπου είχε καταντήσει να
αγωνίζεται η Βασίλισσα. Στις 15 Οκτωβρίου 2016, στην εντός έδρας πρεμιέρα
πρωταθλήματος με το Λαύριο, ο Γιώργος Τρόντζος βραβεύτηκε από την ΚΑΕ ΑΕΚ υπό
την ηγεσία του Μάκη Αγγελόπουλου με την ύψιστη τιμή που μπορεί να απολαύσει
ένας μπασκετμπολίστας: την απόσυρση του αριθμού της φανέλας του. Το νο.6
δεσπόζει πλέον μαζί με το νο.10 του αείμνηστου Γιώργου Αμερικάνου στην οροφή
του ΟΑΚΑ, πλάι στα λάβαρα των τίτλων που έχει κατακτήσει η ομάδα.
STATS & TRIVIA
Το παλμαρέ του κοσμείται από 4
Πρωταθλήματα Ελλάδας (1965, 1966, 1968, 1970) και φυσικά από 1 Κύπελλο
Κυπελλούχων Ευρώπης (1968).
Αγωνίστηκε σε 361 παιχνίδια Α’
Εθνικής σκοράροντας 5.245 πόντους (14,5 π/α).
Με την Εθνική Ελλάδας συμμετείχε στα
Ευρωμπάσκετ του 1965 (8η θέση), του 1967 (12η θέση) και του 1969 (10η θέση),
καθώς και στα προολυμπιακά τουρνουά του 1964 και 1968.
Μέτρησε με το εθνόσημο 1.543
πόντους σε 136 ματς (11,3 π/α).
Είπαν για τον Γιώργο Τρόντζο
«Ο Γιώργος Τρόντζος έφερε στην Ελλάδα το μπάσκετ που παιζόταν στην
Αμερική. Το μπάσκετ που έπαιζαν ο Μπιλ Ράσελ, ο Γουίλτ Τσάμπερλεϊν και άλλοι
θρύλοι του NBA. Το σύνολο της μπασκετικής και
προσωπικής ζωής του είναι παράδειγμα προς μίμηση.»
-Παναγιώτης Φασούλας, πρώην
διεθνής καλαθοσφαιριστής, Πρωταθλητής Ευρώπης 1987
«Πριν τον Τρόντζο γινόταν λόγος για ‘ψηλούς και άχαρους’. Ο Τρόντζος
έδειξε ότι μπορούν να υπάρχουν ψηλοί που έχουν τεχνική. Οι ψηλοί από εκεί που
ήταν κομπάρσοι για να κάνουν ένα σκρην ή να πάρουν ένα ριμπάουντ γίνανε παίκτες
πρωταγωνιστές, παίκτες στους οποίους ακουμπούσε η μπάλα στην επίθεση. Ο
Τρόντζος έκανε το πρώτο βήμα για να αλλάξει η κατεύθυνση του μπάσκετ στην
Ελλάδα στον τομέα των ψηλών.»
-Λάζαρος Παπαδόπουλος, πρώην
διεθνής καλαθοσφαιριστής, Πρωταθλητής Ευρώπης 2005
«Ένα οικοδόμημα στηρίζεται στα μπετά. Τα 'μπετά' του ελληνικού μπάσκετ για μένα ήταν τρία: ο Τρόντζος, ο Κοκολάκης, ο Φασούλας. Ο Τρόντζος ήταν η πρώτη και βασική 'ναυαρχίδα' στα 'ναυπηγεία' του ελληνικού μπάσκετ. Όλοι μαζί άλλαξαν το άθλημα, καθώς χάρη σ' αυτούς όλοι εμείς οι πιο κοντοί -και βασικά οι σκόρερ- είχαμε ευκολότερη δουλειά. Εκτός από τη γνωστή ιστορική ραβέρσα, ο Τρόντζος χαρακτηριζόταν και για την πάσα μπέιζμπολ την οποία αξιοποιούσε εξαιρετικά στις συνεργασίες του με τον Γιώργο Αμερικάνο. Πέρα από τις αθλητικές επιδόσεις του ήταν και είναι ένας κύριος, με απίστευτο χιούμορ, καλός οικογενειάρχης, άνθρωπος με χαμηλό προφίλ, που τον εκτιμούν οι πάντες. Προσέφερε τα μέγιστα στο άθλημα.»
-Απόστολος Κόντος, πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου