Menu

HALL OF SHAME

Ποδόσφαιρο: Ψωμιάδης, Γρανίτσας, Παππάς, Νοτιάς, Θανόπουλος, Αδαμίδης, Κασνακίδης, Δημητρέλος, Original, ΑΡΔ
Μπάσκετ: Φιλίππου, Γρανίτσας, Δρόσος, Καραμανλής, Original - Βόλεϊ: Αλεξίου, Original, ΑΡΔ

Ντούσαν Μπάγεβιτς


Είναι ο άνθρωπος που άλλαξε τον ρου της ιστορίας της ομάδας μας δύο φορές. Την πρώτη προς το καλύτερο, τη δεύτερη προς το χειρότερο. Έχει συνεισφέρει στα 6 από τα 11 πρωταθλήματα που έχει κατακτήσει ο σύλλογος, σε παραπάνω από τα μισά δηλαδή, αλλά έχει πρωταγωνιστήσει και στη διάλυση της dream-team που ο ίδιος είχε κτίσει. Θα μπορούσε σήμερα να αποτελεί τον μέγιστο των θρύλων, τον «Πατριάρχη» της ΑΕΚ. Αντ’ αυτού, θεωρείται -και δικαιολογημένα- ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα στα κιτρινόμαυρα χρονικά. Ο λόγος για τον αποκαλούμενο «Πρίγκιπα του Νερέτβα», τον εξαίρετο ποδοσφαιριστή και πολυνίκη προπονητή, Ντούσαν Μπάγεβιτς.


Η λαμπρή ποδοσφαιρική του καριέρα
Ο Μπάγεβιτς γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1948 στο Μόσταρ της Ερζεγοβίνης. Την περίοδο 1966-67 εντάχθηκε στις τάξεις του ποδοσφαιρικού σωματείου της γενέτειράς του, της Βελέζ. Από την επόμενη κιόλας σαιζόν καθιερώθηκε βασικός, αφενός λόγω του προπονητή του, Σουλεϊμάν Ρέμπατς, που επιθυμούσε να ανανεώσει το έμψυχο δυναμικό της ομάδας, αφετέρου χάρη στο ατόφιο ταλέντο του και τις ποδοσφαιρικές αρετές του που δεν άργησαν να φανούν. Ο Μπάγεβιτς ήταν ένα υψηλόσωμο σέντερ-φορ, όχι ιδιαίτερα γρήγορος, αλλά προικισμένος με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση σε όλους τους τομείς: ντρίμπλα, κοντρόλ, σουτ, πάσα. Άριστος επίσης κεφαλοσφαιριστής, ικανός και στις εκτελέσεις στημένων και φυσικά πάνω απ’ όλα «γεννημένος σκόρερ».

Το 1970, σημειώνοντας 20 γκολ, αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος, βοηθώντας παράλληλα την ομάδα του να τερματίσει στην 3η θέση. Τη σαιζόν 1973-74, έχοντας πάντα ως κύριο εκφραστή των επιθετικών ενεργειών της τον Μπάγεβιτς, η Βελέζ έφτασε για πρώτη φορά στην ιστορία της μια ανάσα από τον τίτλο: τερμάτισε τελικά 2η, μειονεκτώντας έναντι της 1ης Χάιντουκ Σπλιτ στη διαφορά τερμάτων. Οι εξαιρετικές εμφανίσεις του Σερβοβόσνιου σέντερ-φορ (μεταξύ άλλων είχε κερδίσει το βραβείο του «Γιουγκοσλάβου Παίκτη της Χρονιάς» για το 1972), του άνοιξαν την πόρτα για το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας. Για μια επταετία (1970-1977) συγκαταλέγονταν στις μόνιμες επιλογές των εκλεκτόρων της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, με κορυφαία στιγμή τη συμμετοχή του στο Μουντιάλ του 1974. Στη διοργάνωση αυτή μάλιστα υπήρξε ο τοπ-σκόρερ της ομάδας του, χάρη στα τρία γκολ που πέτυχε στη νίκη της Γιουγκοσλαβίας επί του Ζαΐρ με 9-0.

Με το Θωμά Μαύρο
Το «κεφάλαιο ΑΕΚ» στο βιβλίο της ζωής του Μπάγεβιτς προστέθηκε το καλοκαίρι του 1977. Ο Λουκάς Μπάρλος, επιθυμώντας να χαρίσει στην Ένωση τα εγχώρια πρωτεία (είχαν προηγηθεί τρεις ικανοποιητικές σαιζόν από πλευράς θεάματος και ευρωπαϊκών διακρίσεων, αλλά όχι εγχώριων τίτλων), έκανε την υπέρβαση και έντυσε στα κιτρινόμαυρα τον αστέρα του Μόσταρ. Ατυχώς, εξαιτίας ενός τραυματισμού σε φιλικό προετοιμασίας, ο «Ντούσκο» έχασε το α’ μισό της σαιζόν 1977-78 και ντεμπουτάρισε στη 14η αγωνιστική του πρωταθλήματος, στις 18 Δεκεμβρίου κόντρα στην Καστοριά. Πολλοί έσπευσαν να τον αφορίσουν ως «τελειωμένο», ο Μπάγεβιτς όμως φρόντισε να τους αποστομώσει μόλις τρεις ημέρες αργότερα, σημειώνοντας καρέ τερμάτων απέναντι στα Χανιά για το κύπελλο. Έκτοτε αναδείχτηκε σε ένα από τα βασικότερα γρανάζια της ομάδας-μηχανής που είχε χτίσει ο «θείος Λουκάς» και πρωταγωνίστησε σε όλες τις μεγάλες στιγμές της, σκοράροντας με κάθε πιθανό τρόπο: με σουτ, κεφαλιές, απευθείας φάουλ, ακόμα και με απευθείας κόρνερ (ενάντια στην Αναγέννηση Επανωμής για το κύπελλο του 1979). Με τον παρτενέρ του στην επίθεση, το Θωμά Μαύρο, ταίριαξε αμέσως και μαζί συνέθεσαν το κορυφαίο -κατά γενική ομολογία- επιθετικό δίδυμο στην ιστορία της ΑΕΚ (χαρακτηριστικό είναι ότι στην τετραετία που συνδυάστηκαν στη γραμμή κρούσης πέτυχαν μαζί 190 γκολ, 99 ο Θωμάς, 91 ο Ντούσαν). Το 1981, με τρεις ομαδικούς τίτλους (νταμπλ 1978, πρωτάθλημα 1979) και μια ατομική διάκριση (1ος σκόρερ Α’ Εθνικής 1980) στο παλμαρέ του, αποχώρησε από το Δικέφαλο για να κλείσει την καριέρα του στα γνώριμα λημέρια του Μόσταρ. Η σχέση του με την ΑΕΚ βέβαια έμελλε να συνεχιστεί…







STATS & TRIVIA (ως παίκτης)
Έχει πετύχει 91 τέρματα σε 135 επίσημες εμφανίσεις με τη φανέλα της ΑΕΚ. Αναλυτικότερα:
• 65 γκολ σε 107 αγώνες Α’ Εθνικής
• 23 γκολ σε 22 αγώνες Κυπέλλου Ελλάδας
• 3 γκολ σε 6 αγώνες Κυπέλλου Πρωταθλητριών

Τα 91 συνολικά κιτρινόμαυρα γκολ του τον κατατάσσουν στη 12η θέση στη λίστα των κορυφαίων σκόρερ όλων των εποχών στην ιστορία της ΑΕΚ.

Αποτελεί τον πρώτο σκόρερ μεταξύ των ξένων ποδοσφαιριστών που έχουν φορέσει τη φανέλα της Ένωσης, δεδομένου ότι ο Ντανιέλ Μπατίστα (με 92 τέρματα στο ενεργητικό του) λογίζεται και Έλληνας.

Τη σαιζόν 1979-80 αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ της Α’ Εθνικής με 25 τέρματα.

Στα 4 χρόνια που αγωνίστηκε στην ομάδα (1977-1981) συνεισέφερε στην κατάκτηση 3 ομαδικών τίτλων (Πρωτάθλημα 1978, Κύπελλο 1978, Πρωτάθλημα 1979).

Με τα χρώματα της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας σημείωσε 29 τέρματα σε 37 συμμετοχές. Είναι ο 5ος σκόρερ όλων των εποχών στην ιστορία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας (1919-1991).

Με 166 γκολ (σε 322 παιχνίδια, όλα με τη φανέλα της Βελέζ) καταλαμβάνει την 3η θέση στον πίνακα των κορυφαίων σκόρερ του πρωταθλήματος της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας.

Το 1972 κέρδισε το βραβείο του καλύτερου Γιουγκοσλάβου παίκτη της χρονιάς. Δύο χρόνια νωρίτερα (1970) είχε αναδειχτεί και πρώτος σκόρερ της γιουγκοσλαβικής λίγκας.

Είναι ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στην ιστορία της Βελέζ Μόσταρ.


Ο Πρίγκιπας της Αυτοκράτειρας
Το 1983, μετά από μια 17χρονη ποδοσφαιρική καριέρα, ο Μπάγεβιτς αποφάσισε να «κρεμάσει τα παπούτσια του» και να ασχοληθεί με την προπονητική. Η καινούρια αρχή έγινε και πάλι από το Μόσταρ. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να καταστήσει την Βελέζ πρωταγωνίστρια δύναμη του πρωταθλήματος, οδηγώντας την δύο φορές στην 3η θέση (1986 και 1988) και μία φορά στη 2η (1987). Παράλληλα, το 1986, κατέκτησε και το εγχώριο κύπελλο. Οι επιδόσεις του αυτές δεν έμειναν απαρατήρητες από τους ανθρώπους της ΑΕΚ και έτσι το καλοκαίρι του 1988, επί προεδρίας Στράτου Γιδόπουλου, κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Τόζα Βεσελίνοβιτς στον πάγκο της ομάδας και να την βγάλει από το σκοτεινό τούνελ των «πέτρινων χρόνων». Η αποστολή ήταν εκ προοιμίου δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπάγεβιτς κατόρθωσε να την φέρει εις πέρας «με το καλημέρα». Εφαρμόζοντας σιδηρά πειθαρχία και δουλεύοντας σκληρά στο τακτικό κομμάτι, κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει στο 100% τις δυνατότητες ενός όχι ιδιαίτερα πλούσιου ρόστερ και να επικρατήσει έτσι στη μάχη του τίτλου έναντι του πολυδιαφημισμένου Ολυμπιακού του Ντέταρι και των εκατομμυρίων του Κοσκωτά.

Την επόμενη σαιζόν (1989-90) η ΑΕΚ έπαιξε ομορφότερο ποδόσφαιρο, κατέκτησε δυο τρόπαια (Σούπερ Καπ και Λιγκ Καπ), αλλά δεν διατήρησε το θρόνο της πρωταθλήτριας, τερματίζοντας 2η.  Το 1990-91 η ομάδα δεν ενισχύθηκε μεταγραφικά, τερμάτισε 3η και οι Γιδόπουλος-Μπάγεβιτς ήρθανε σε ρήξη. Ο κιτρινόμαυρος λαός και ειδικά η Ορίτζιναλ επέλεξαν τότε -σωστά- να στηρίξουν τον «Πρίγκιπα». Ο Γιδόπουλος αποτέλεσε παρελθόν και ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ, Ανδρέας Ζαφειρόπουλος, όρισε νέο πρόεδρο τον Κώστα Γενεράκη. Απολαμβάνοντας τη λατρεία του κόσμου και την εμπιστοσύνη της νέας διοίκησης που πραγματοποίησε κάθε επιθυμία του (π.χ. αγορές Δημητριάδη-Αλεξανδρή), ο Μπάγεβιτς μπόρεσε να δουλέψει απρόσκοπτα και το αποτέλεσμα ήταν το 9ο πρωτάθλημα στην τροπαιοθήκη του συλλόγου. Η ιδιοκτησιακή αλλαγή του 1992 ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τη θέση του (Μελισσανίδης-Μπάγεβιτς συνδέονται έκτοτε με βαθιά φιλία) και τα σκήπτρα της πρωταθλήτριας παρέμειναν για άλλα δύο χρόνια στη Φιλαδέλφεια. Το 1994-95 ήρθε και το ευρωπαϊκό παράσημο, με τη συμμετοχή της Ένωσης στους ομίλους του ChampionsLeague. Η τελευταία -μέχρι την επόμενη- παράσταση (σαιζόν 1995-96), συνοδεύτηκε με ποδόσφαιρο απίστευτης ομορφιάς, ένα κύπελλο (με σκορ ρεκόρ στον τελικό, 7-1 επί του Απόλλωνα), αλλά και μια αυτοκτονία στο πρωτάθλημα που χάθηκε από τον υποδεέστερο Παναθηναϊκό.

Πριν μιλήσουμε για τα γεγονότα του 1996, ας δώσουμε λίγη έμφαση σε μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία της προπονητικής περσόνας του Μπάγεβιτς. Ο «Πρίγκιπας» ήταν λάτρης της απόλυτης πειθαρχίας και πολύ συχνά τσακωνόταν με τις λεγόμενες «βεντέτες» της ομάδας (π.χ. Οκόνσκι, Μανωλάς). Το αγαπημένο του σύστημα λεγόταν ότι ήταν το 4-4-2, στην πράξη όμως υπήρξε αρκετά ευέλικτος όσον αφορά την επιλογή σχηματισμών. Στην πρώτη του σαιζόν συνήθως χρησιμοποιούσε σχήματα με ένα σέντερ φορ, σε πολλά ματς της χρυσής τριετίας 1991-1994 χρησιμοπούσε το 4-3-3 ή το 3-4-3, ενώ το 1995-96 εφάρμοσε το πρωτοποριακό 4-1-2-3 με σκοπό να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις επιθετικές αρετές των τότε παικτών του. Τακτικά ήταν μαιτρ όσον αφορά το στήσιμο της ομάδας πριν τον αγώνα, αδυνατούσε όμως -σύμφωνα με τους επικριτές του- να διαχειριστεί σωστά τις αλλαγές, ώστε να αλλάξει τη ροή του ματς, εάν αυτό «στράβωνε». Φημιζόταν για την ικανότητά του να αξιοποιεί ανερχόμενα ταλέντα (π.χ. Τσάρτας, Ατματσίδης), αλλά και για τη διορατικότητά του ως προς το σε ποια θέση θα μπορούσαν να αποδώσουν καλύτερα τα καινούρια μεταγραφικά αποκτήματα. Ο Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς στον Ερυθρό Αστέρα αγωνιζόταν ως δεξί μπακ, ο Μπάγεβιτς όμως τον μετέτρεψε σε αμυντικό χαφ, όπου και διέπρεψε. Ο Βασίλης Μπορμπόκης ήρθε στην ΑΕΚ ως ένα τυπικό «10άρι», αλλά χάρη στον προπονητή του, αναδείχτηκε ως ένα από τα καλύτερα δεξιά μπακ του σύγχρονου ελληνικού ποδοσφαίρου.




Η προδοσία του 1996
Το καλοκαίρι του 1995 το δίδυμο Μελισσανίδη-Καρρά πούλησε την ομάδα στον Μιχάλη Τροχανά, έναν επιχειρηματία που ασχολούνταν με τα διαβόητα πυραμιδοειδή συστήματα. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο νέος ιδιοκτήτης επιχείρησε να αναμειχθεί στο αγωνιστικό κομμάτι και το έργο του προπονητή. Στα μέσα περίπου της σαιζόν, κυκλοφόρησαν οι πρώτες φήμες πως ο Μπάγιεβιτς απηυδισμένος επιθυμούσε να αποχωρήσει και ο Ολυμπιακός του Σωκράτη Κόκκαλη του είχε προτείνει συμβόλαιο συνεργασίας. Ο Σέρβος αρχικά απέφευγε να σχολιάσει τις φήμες, προς το τέλος της περιόδου όμως, όταν πια αυτές είχαν φουντώσει για τα καλά, υποσχέθηκε στον κόσμο πως θα παραμείνει στη ομάδα, αρκεί να κατακτηθεί το κύπελλο. Στις 15 Μαΐου 1996, το τρόπαιο κατέληξε σε κιτρινόμαυρα χέρια, ο κόσμος κλαίγοντας αγκάλιαζε και επευφημούσε τον ήρωά του που θα συνέχιζε με το Δικέφαλο στο στήθος, αλλά τελικά οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν. Ένα μήνα μετά, ο Μπάγεβιτς φορούσε πλέον την ερυθρόλευκη φόρμα και όπως υποστήριζε είχε ήδη δώσει το λόγο του στον Κόκκαλη από τον Φεβρουάριο και δεν μπορούσε να τον πάρει πίσω!

Πρώτη φορά στη ΝΦ ως αντίπαλος
Ποιος ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που έπαιξε ρόλο στην απόφασή του; Ήταν πράγματι αγεφύρωτο το χάσμα του με τον Τροχανά; Ήταν άραγε φιλάργυρος και δελεάστηκε από τα εκατομμύρια του Κόκκαλη; Ή μήπως –όπως προτείνει ένα άκρως συνωμοσιολογικό σενάριο, για το οποίο δεν υπάρχουν αποδείξεις- χρησιμοποιήθηκε σαν πιόνι σε ένα επιχειρηματικό παιχνίδι των Μελισσανίδη-Κόκκαλη; Δεν μάθαμε ποτέ την αλήθεια για τη φυγή του, αφού ο Μπάγεβιτς προτίμησε να κρατήσει τους λόγους του για τον εαυτό του. Εν πάση περιπτώσει, εν μία νυκτί ο «Πρίγκιπας» του ενωσίτικου λαού, μετατράπηκε σε «βάτραχο», «προδότη» και «Ιούδα». Τα επόμενα τρία χρόνια, μπορεί να κατέκτησε ισάριθμα πρωταθλήματα στον Πειραιά, κάθε φορά όμως που αντιμετώπιζε την ΑΕΚ, λύγιζε υπό το βάρος των αποδοκιμασιών και της συνείδησής του και έφευγε ταπεινωμένος από το γήπεδο (σε 8 αγώνες, 6 ήττες, 1 ισοπαλία και 1 νίκη, κι αυτή σε αδιάφορο ματς και με ψεύτικο πέναλτι-αποβολή).





Οι επιστροφές
Με τον Ντέμη Νικολαΐδη
Το φθινόπωρο του 1999, ο Κόκκαλης έχοντας πλέον αρκετή αυτοπεποίθηση, έκρινε περιττό να πληρώνει έναν κανονικό προπονητή, αφού μπορούσε και «μόνος του» να κατακτά το πρωτάθλημα, οπότε με αφορμή έναν καυγά του Μπάγεβιτς με τον Ζάχοβιτς και κάποια αρνητικά ευρωπαϊκά αποτελέσματα, τον απέπεμψε από το λιμάνι. Για τα επόμενα 2,5 χρόνια, ο  Σέρβος βρήκε προπονητική στέγη στον ΠΑΟΚ, τον οποίο ανέδειξε κυπελλούχο Ελλάδας το 2001. Η ώρα της πρώτης επιστροφής σήμανε το Μάιο του 2002. Ο τότε πρόεδρος Μάκης Ψωμιάδης διέγνωσε πως με μια τέτοια κίνηση, το ενδιαφέρον οRγανωμένων και μη οπαδών θα στρεφόταν στην αμφιλεγόμενη φιγούρα στον πάγκο, ενώ ο ίδιος θα μπορούσε να «αλωνίζει» ελεύθερα σε «άλλα» λημέρια. Καθαρά αγωνιστικά πάντως, το σύνολο που παρέταξε ο Μπάγεβιτς έπαιξε πολύ όμορφο και επιθετικό ποδόσφαιρο, διακρίθηκε στο ChampionsLeague (με το διάσημο «αήτηττο» στη φάση των ομίλων) και αν ήταν λίγο πιο προσεκτικό σε ορισμένα παιχνίδια (π.χ. στις ήττες από Ακράτητο και ΠΑΟΚ το Νοέμβριο του 2002), θα μπορούσε στο τέλος να πάρει το πρωτάθλημα. Τη δεύτερη σαιζόν (2003-04) ξεκίνησαν τα προβλήματα. Ο Ψωμιάδης ευτυχώς για το σύλλογο αποτελούσε πια παρελθόν, για τον ίδιο τον Μπάγεβιτς όμως το γεγονός αυτό επέδρασε αρνητικά. Οι οRγανωμένοι που παρά τις διάφορες επαναστατικές εξαγγελίες τους «στέκονταν προσοχή» μπροστά στον μυστακοφόρο παράγοντα με το σκοτεινό παρελθόν, μπορούσαν πλέον ανενόχλητοι να εκδηλώσουν το μίσος τους για τον «βάτραχο». Κατά τη διάρκεια ενός ματς κόντρα στον Ηρακλή, τον Ιανουάριο του 2004, (τελ.4-0), ο Μπάγεβιτς, μην αντέχοντας τις ύβρεις προς το πρόσωπο της γυναίκας του, τα «βρόντηξε» και αποχώρησε για δεύτερη φορά από το σύλλογο.

Η διαδρομή ΑΕΚ-ΟΣΦΠ του ήταν πλέον γνώριμη και δεν δίστασε να την ακολουθήσει για άλλη μια φορά. Χάρη στην «παράγκα», την απίστευτη εύνοια της τύχης και τις αυτοκτονίες ΑΕΚ και ΠΑΟ, κατέκτησε το νταμπλ της σαιζόν 2004-05. Στη συνέχεια προπόνησε τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου (2006-07) και τον Άρη (2007-08), τον οποίο οδήγησε στην 4η θέση και τον τελικό κυπέλλου. Το Νοέμβριο του 2008 συντελέστηκε η δεύτερη επιστροφή. Οι μέτοχοι της ΠΑΕ προσέλαβαν στη θέση του αποχωρήσαντα Γιώργου Δώνη τον 60χρονο ήδη προπονητή, θέλοντας ίσως να δελεάσουν τον φίλο του, Δ. Μελισσανίδη, να αναμιχθεί στα διοικητικά. Κατά την επίσημη παρουσίασή του ο Μπάγεβιτς εντυπωσίασε, ζητώντας δημόσια συγγνώμη για τα γεγονότα του 1996. Αυτή τη φορά η πλειοψηφία του κόσμου δεν αντέδρασε στην παρουσία του στον πάγκο, ο ίδιος δούλεψε σχετικά πιο ήσυχα, αλλά τα θαύματα δεν ήταν δυνατόν να επαναληφθούν... Τακτικά εγκλωβίστηκε στο δήθεν μοντέρνο 4-2-3-1 χωρίς η ομάδα να διαθέτει ούτε έναν εξτρέμ για να το εφαρμόσει σωστά. Οι μεταγραφές του ήταν άστοχες και αδικαιολόγητα δαπανηρές (π.χ. Γιάχιτς, Μάκος), ενώ οι εισηγήσεις του όσον αφορά τα νέα ταλέντα άγγιζαν τα όρια του σουρεαλισμού (Ενσιαμπαφούμου!!!). Εντέλει, μετά από 2 περίπου χρόνια μέτριων προς κακών εμφανίσεων, ενός αυτοκτονικά χαμένου τελικού κυπέλλου και υπό το βάρος της αναζωπύρωσης του μίσους εναντίον του (γεγονότα Καλλιθέας), αποχώρησε ξανά τον Σεπτέμβριο του 2010. Ακολούθησαν δύο σύντομες προπονητικές θητείες σε Ομόνοια (2010-11) και Ατρόμητο (2012).




STATS & TRIVIA (ως προπονητής)
15 συνολικά είναι οι τίτλοι στο παλμαρέ του:
με τη Βελέζ: 1 κύπελλο Γιουγκοσλαβίας (1986)
με την ΑΕΚ: 4 πρωταθλήματα (1989,1992,1993,1994), 1 κύπελλο (1996), 1 σούπερ καπ (1989), 1 λιγκ καπ (1990)
με τον ΟΣΦΠ: 4 πρωταθλήματα (1997,1998,1999,2005), 2 κύπελλα (1999,2005)
με τον ΠΑΟΚ: 1 κύπελλο (2001)

Έχει κοουτσάρει την Ένωση σε 551 αγώνες με ρεκόρ 322 νίκες – 131 ισοπαλίες – 98 ήττες (το ποσοστό νικών του ανέρχεται σε 58%). Το ρεκόρ αυτό αναλύεται σε:
• 234 νίκες – 87 ισοπαλίες – 61 ήττες σε 382 αγώνες πρωταθλήματος
• 67 νίκες – 21 ισοπαλίες – 11 ήττες σε 99 αγώνες κυπέλλου
• 18 νίκες – 20 ισοπαλίες – 23 ήττες σε 61 αγώνες ευρωπαϊκών διοργανώσεων
• 3 νίκες – 2 ισοπαλίες – 0 ήττες σε 5 αγώνες λιγκ καπ
• 0 νίκες – 1 ισοπαλία – 3 ήττες σε 4 αγώνες σούπερ καπ

Τα στατιστικά του κατά την 1η θητεία του (Ιούνιος 1988 – Μάιος 1996)
• 171 νίκες – 57 ισοπαλίες – 40 ήττες στην Α’ Εθνική
• 55 νίκες – 15 ισοπαλίες – 8 ήττες στο Κύπελλο Ελλάδας
• 3 νίκες – 2 ισοπαλίες – 0 ήττες στο Λιγκ Καπ
• 0 νίκες – 1 ισοπαλία – 3 ήττες στο Σούπερ Καπ
• 4 νίκες – 6 ισοπαλίες – 8 ήττες στο Κύπελλο Πρωταθλητριών/ChampionsLeague
• 4 νίκες – 2 ισοπαλίες – 2 ήττες στο Κύπελλο Uefa
• 1 νίκη – 1 ισοπαλία – 2 ήττες στο Κύπελλο Κυπελλούχων
Σύνολο: σε 385 ματς, 238 νίκες – 84 ισοπαλίες – 63 ήττες (ποσοστό νικών 62%)

Τα στατιστικά του κατά τη 2η θητεία του (Μάιος 2002 – Ιανουάριος 2004):
• 31 νίκες – 10 ισοπαλίες – 7 ήττες στην Α’ Εθνική
• 9 νίκες – 4 ισοπαλίες – 1 ήττα στο Κύπελλο Ελλάδας
• 3 νίκες – 8 ισοπαλίες – 5 ήττες στο ChampionsLeague
• 2 νίκες – 1 ισοπαλία – 1 ήττα στο Κύπελλο Uefa
Σύνολο: σε 82 ματς, 45 νίκες – 23 ισοπαλίες – 14 ήττες (ποσοστό νικών 55%)

Τα στατιστικά του κατά την 3η θητεία του (Νοέμβριος 2008 – Σεπτέμβριος 2010):
• 32 νίκες – 20 ισοπαλίες – 14 ήττες στην Superleague
• 3 νίκες – 2 ισοπαλίες – 2 ήττες στο Κύπελλο Ελλάδας
• 4 νίκες – 2 ισοπαλίες – 5 ήττες στο Europa League
Σύνολο: σε 84 ματς, 39 νίκες – 24 ισοπαλίες – 21 ήττες (ποσοστό νικών 46%)

Ως αντίπαλος έχει αντιμετωπίσει την ΑΕΚ 24 φορές. Την έχει νικήσει μόλις 6 φορές, 13 φορές έχει ηττηθεί, ενώ 5 ματς έχουν λήξει ισόπαλα. Αναλυτικά:
-ως προπονητής του ΟΣΦΠ: 3 νίκες – 3 ισοπαλίες – 6 ήττες
-ως προπονητής του ΠΑΟΚ: 2 νίκες – 0 ισοπαλίες – 5 ήττες
-ως προπονητής του Άρη: 1 νίκη – 1 ισοπαλία – 2 ήττες
-ως προπονητής του Ατρόμητου: 1 ισοπαλία


Το καλοκαίρι του 2013 με την ΑΕΚ να επιχειρεί το «restart» από τη Γ’ Εθνική, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς δέχθηκε την πρόταση του Δημήτρη Μελισσανίδη να συμμετάσχει στη νέα εποχή και ανέλαβε Εκτελεστικός Διευθυντής του αγωνιστικού τμήματος. Η άποψη του υπογράφοντος το ιστολόγιο για τον Μπάγεβιτς; Θεωρώ ειλικρινή τη συγγνώμη του και πιστεύω επομένως πως πρέπει να γίνει αποδεκτή. Είναι δε απαράδεκτο να διαγράφεται η προσφορά του στο σύλλογο. Άλλο πράγμα όμως η συγχώρεση και ο τερματισμός του εμφυλιοπολεμικού κλίματος και άλλο η λήθη. Γιατί εκτός από τη θέση του στο κιτρινόμαυρο Hall of Fame, δυστυχώς  ο Μπάγεβιτς έχει «κλείσει» και μια αντίστοιχη στο Hall of Shame. Ό,τι έγινε το 1996 δεν πρέπει ποτέ να σβηστεί από τα βιβλία της Ιστορίας μας. Αποτελεί άλλωστε ένα εξαιρετικό μάθημα για να κατανοήσουμε τη φύση του «επαγγελματικού» ποδοσφαίρου που έχει τη δύναμη να διαφθείρει σύμβολα και αξίες, αλλά και για να αποφύγουμε στο μέλλον την παγίδα της προσωπολατρίας.



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Οι 10 δημοφιλέστερες αναρτήσεις της εβδομάδας