Όταν στα τέλη του Νοέμβρη του
1988 έφτανε στην Ελλάδα για λογαριασμό της ΑΕΚ πιθανότατα δε θα μπορούσε να
φανταστεί ότι θα υπηρετούσε αυτήν την ομάδα, από διάφορα πόστα, για περισσότερα
από 22 χρόνια της ζωής του. Ότι θα την αγαπούσε σε τέτοιο βαθμό που θα δάκρυζε
μιλώντας για το τι σημαίνει εκείνη για τον ίδιο. Ότι οι οπαδοί της θα τον
λάτρευαν σαν ιερό τοτέμ και οι αντίπαλοι θα τον εκτιμούσαν καθολικά. Ο λόγος
για τον μέγιστο Τόνι Σαβέβσκι.
Η θητεία στη Βαρντάρ και το … σχεδόν πρωτάθλημα
Ο Τόνι Σαβέβσκι γεννήθηκε στις 14
Ιουνίου 1963 στο Μοναστήρι (Μπίτολα στα σλαβικά) της τότε ενιαίας
Γιουγκοσλαβίας. Ποδόσφαιρο έμαθε στις τάξεις της Πέλιστερ, ομάδας της
γενέτειράς του, αλλά η επαγγελματική του καριέρα ξεκίνησε από τη Βαρντάρ, στην
οποία εντάχθηκε το 1980, σε ηλικία 17 ετών. Ο σύλλογος των Σκοπίων ήταν ένα
σχετικά σταθερό συγκρότημα Α’ κατηγορίας, τερματίζοντας συνήθως στη μέση του πίνακα
(με «ταβάνι» την 5η θέση), ενώ στο παλμαρέ του ξεχώριζε το εθνικό κύπελλο του
1961. Ο νεαρός αριστεροπόδαρος μέσος εξελίχτηκε γρήγορα σε βασικό στέλεχος της
ομάδας του και μέχρι το μέσον της σαιζόν 1988-89 μέτρησε στο γιουγκοσλαβικό
πρωτάθλημα 214 συμμετοχές και 11 τέρματα.
Με την Βαρντάρ. Δεύτερος από αριστερά στην κάτω σειρά |
Η μεταγραφή στην ΑΕΚ και η σχετική μυθολογία
Στις 22 του Νοέμβρη του 1988, ενώ
ο Τόνι Σαβέβσκι διένυε την πιο παραγωγική σαιζόν του από πλευράς σκοραρίσματος με
τα χρώματα της Βαρντάρ (ήδη 4 γκολ σε 13 ματς), ανακοινώθηκε η μετακίνησή του
στην Ένωση του προέδρου Στράτου Γιδόπουλου και του προπονητή Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Στις 28 του μήνα προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού όπου τον περίμενε ο
ίδιος ο Μπάγεβιτς και μια βδομάδα αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου, ο 25χρονος
Γιουγκοσλάβος ξεκινούσε βασικός στην εκτός έδρας αναμέτρηση του Δικεφάλου με τη
Λάρισα (τελ. 0-1). Το αναπάντεχο της μεταγραφής αυτής, η αστραπιαία ολοκλήρωση,
η άμεση «απόσβεσή» της και η μετέπειτα λαμπρή σταδιοδρομία του παίχτη στα
κιτρινόμαυρα, γέννησαν με το πέρασμα του χρόνου δυο μεγάλους μύθους.
28/11/1988. Ιστορία στο αεροδρόμιο... |
Ο δεύτερος μύθος, που
κυκλοφορούσε ευρέως για αρκετά χρόνια μέχρι να σβήσει πια οριστικά χάρη στην
εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες που παρέχει το ίντερνετ, ήθελε τον ερχομό του
Τόνι να αποτελεί την αιτία για την αποχώρηση από την ομάδα του Χένρικ Νίλσεν.
Υποτίθεται ότι επειδή επιτρέπονταν δύο ξένοι σε κάθε σύλλογο και η ΑΕΚ είχε ήδη
τους Οκόνσκι, Νίλσεν, ο Μπάγεβιτς «θυσίασε» τον Δανό στράικερ, πρώτο σκόρερ του
πρωταθλήματος της περασμένης σαιζόν, διαβλέποντας την καθοριστική συμβολή του
Σαβέβσκι στην κατάκτηση του τίτλου. Στην πραγματικότητα το όριο επιτρεπόμενων
ξένων είχε ανεβεί στους τρεις μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι και δεν υπήρχε
κανένα κώλυμα για την ολοκλήρωση της νέας αυτής μεταγραφής. Οκόνσκι, Νίλσεν και
Σαβέβσκι συνυπήρξαν μάλιστα στον αγωνιστικό χώρο στο νικηφόρο 4-2 επί του
Απόλλωνα στις 11 Δεκεμβρίου, με τον Δανό να σημειώνει τα δύο τελευταία γκολ
της Ένωσης και ταυτόχρονα τα δύο τελευταία, όπως αποδείχτηκε, δικά του με την
κιτρινόμαυρη φανέλα. Ο λόγος της αποπομπής του από την ομάδα ήταν απλά ότι ο
Μπάγεβιτς δεν τον είδε ποτέ με «καλό μάτι» (μποέμ τύπος γαρ ο Σκανδιναβός) ή
έστω ότι δεν τον είχε σε εκτίμηση ποδοσφαιρικά.
Η ψυχολογική προσαρμογή του
Σαβέβσκι στο ελληνικό πρωτάθλημα αποδείχτηκε δύσκολη. Η ΑΕΚ έδειχνε έτοιμη να
κατακτήσει επιτέλους τον τίτλο μετά από 10 χρόνια και για να το πετύχει
καλούνταν να επικρατήσει σε ένα σκληρό μπρα-ντε-φερ με τον Ολυμπιακό των
εκατομμυρίων του Κοσκωτά. Υπήρχε μεγάλο άγχος στις τάξεις της ομάδας και πίεση
από τον κόσμο που αδημονούσε και ο Τόνι, όπως εξομολογούνταν αργότερα, πολλές
φορές κόντεψε να «λυγίσει» από το στρες κατά τη διάρκεια του πρώτου αυτού
εξαμήνου του στα κιτρινόμαυρα. Χάρη στον καταλυτικό ρόλο του Μπάγεβιτς όμως, το
καλό, «οικογενειακό» κλίμα στα αποδυτήρια και την ταυτόχρονη ύπαρξη κι άλλων
παιχτών τεράστιας ποιότητας (π.χ. Μανωλάς, Οκόνσκι, Σαββίδης), ο Τόνι άντεξε τα
εμπόδια και αναδείχτηκε σε έναν από τους στυλοβάτες της επικής κατάκτησης του
τροπαίου, ξεδιπλώνοντας όλες τις αρετές που θα απολαμβάναμε για τα επόμενα 12
χρόνια, μέχρι τον Ιανουάριο του 2001.
Ποια ακριβώς ήταν αυτά τα
ποδοσφαιρικά χαρίσματα του Σαβέβσκι; Καταρχάς άψογη τεχνική κατάρτιση. Ο Τόνι
διέθετε όλο το σετ ικανοτήτων: ντρίμπλα, σωστά κοντρόλ, ακριβείς πάσες και
σέντρες, εύστοχο σουτ. Είχε ευχέρεια στο σκοράρισμα αλλά προτιμούσε περισσότερο
να «σερβίρει» γκολ στους συμπαίκτες του, εξελισσόμενος έτσι σε μέγα ασισταδόρο.
Υπήρξε αποτελεσματικός εκτελεστής στημένων φάσεων, έχοντας πετύχει αρκετά
τέρματα με απευθείας φάουλ, ενώ είχε σκοράρει και με απευθείας κόρνερ (στο 6-0
επί του Άρη το 1999). Αλησμόνητο και το πέναλτι «αλά Πανένκα» που εκτέλεσε
κόντρα στη Μαρσέιγ για το Κύπελλο Πρωταθλητριών 1989-90. Διορατικός και
εύστροφος, διακρινόταν παράλληλα για την ταχύτητα και την αντοχή του. Ενώ
συνήθως έπαιζε στα αριστερά της μεσαίας γραμμής, προωθώντας το παιχνίδι και
επελαύνοντας με το «αέρινο» στυλ του προς τα αντίπαλα καρέ, δεν είχε πρόβλημα
να ανταποκριθεί και σε άλλα καθήκοντα και ρόλους, μαρκάροντας και καλύπτοντας
ευρύτερους χώρους. Ένας προπομπός των σημερινών «8αριών», με το αγαπημένο του
νο.8 στην πλάτη.
Τη διετία που ακολούθησε την
κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1989 ο Σαβέβσκι δεν έλειψε από κανένα ματς Α’
Εθνικής. Πανηγύρισε παράλληλα το σούπερ καπ του 1989 κόντρα στον ΠΑΟ και το
λιγκ καπ του 1990 όπου σκόραρε μάλιστα στον τελικό του θεσμού, στο 3-2 επί του
Ολυμπιακού. Το καλοκαίρι του 1991 για πρώτη και τελευταία φορά κινδύνεψε να
αποχωρήσει, αφού είχε αφεθεί απλήρωτος. Ο νέος πρόεδρος, Κώστας Γενεράκης,
τακτοποίησε τις οφειλές και ο Τόνι συνέχισε απρόσκοπτα. Στα 3 σερί πρωταθλήματα
του 1992, 1993 και 1994 δεν γινόταν παρά να πρωταγωνιστήσει, μοιράζοντας
απλόχερα ασίστ σε Δημητριάδη-Αλεξανδρή. Τη σαιζόν 1994-95 έλαμψε και στο Champions’ League. Αφού υπέγραψε το 0-1 επί των
Ρέιντζερς στη Γλασκώβη, συμπληρώνοντας το 2-0 της Αθήνας με τα γκολ του
Σαραβάκου και επικυρώνοντας την πρώτη πρόκριση ελληνικής ομάδας στη φάση των
ομίλων, σκόραρε άλλες δύο φορές κόντρα στο μετέπειτα ζευγάρι του τελικού, τον
Άγιαξ και τη Μίλαν. Το 1995-96 αποτέλεσε βασικό γρανάζι της ομαδάρας που
απέδωσε ίσως το ομορφότερο ποδόσφαιρο από καταβολής επαγγελματικού ποδοσφαίρου,
αλλά έμεινε μόνο με το κύπελλο. Μετά την προδοσία Μπάγεβιτς, ο Σαβέβσκι συνέχισε
απτόητος να προσφέρει, πάντα στο υψηλότερο επίπεδο. Σκόραρε ενάντια στον ΠΑΟ
στην κατάκτηση του σούπερ καπ του 1996 και πρόσθεσε άλλα δύο κύπελλα στο
παλμαρέ του, το 1997 και το 2000.
Πέρα από την ποδοσφαιρική του
ποιότητα, τη διάρκεια και την καθοριστική συμβολή σε όλες τις αγωνιστικές
επιτυχίες της ομάδας, ο Τόνι Σαβέβσκι ξεχώρισε και για τη γενικότερη παρουσία
και το ήθος του. Υπήρξε άψογος επαγγελματίας, εργατικός και πρόθυμος να
βελτιώσει τις όποιες αδυναμίες του με ώρες προπόνησης. Παρόλο που ήταν αστέρας
α’ γραμμής και ηγετική φιγούρα, δεν επέδειξε ποτέ βεντετισμό, παρέμενε πάντα
σεμνός και μετρημένος. Χαμηλών τόνων άνθρωπος, ακόμα και τα γκολ του σπάνια τα
πανηγύριζε έντονα. Ακέραιος χαρακτήρας, δεν παρέλειψε επίσης να καλλιεργηθεί
και πνευματικά. Αγάπησε πραγματικά την ΑΕΚ και τον κόσμο της και της αφιερώθηκε
ολοκληρωτικά.
Παντοτινός στρατιώτης της Ένωσης
Αλεξανδρούπολη, 2001, ως προπονητής |
Το καλοκαίρι του 2001 η ΑΕΚ
προσέλαβε τον Φερνάντο Σάντος στον πάγκο και ο Τόνι συνέχισε την προπονητική
του καριέρα στην Κύπρο, αρχικά στον Απόλλωνα Λεμεσού (2001-02) και στη συνέχεια
στην Ομόνοια (2002-2004). Κατέκτησε με το κυπριακό Τριφύλλι δύο τρόπαια, το
πρωτάθλημα του 2003 και το σούπερ καπ της ίδιας χρονιάς. Το 2004 ανταποκρίθηκε
στο κάλεσμα του Ντέμη Νικολαΐδη και ανέλαβε τεχνικός διευθυντής των ακαδημιών
της Ένωσης, πόστο από το οποίο υπηρέτησε το σύλλογο για τα επόμενα 8 χρόνια.
Στην περίοδο αυτή, έχοντας διευρυμένες αρμοδιότητες, είχε συμβολή και στο
σκάουτινγκ σε μικρές ηλικίες που απέφερε μεταξύ άλλων στην ομάδα τον Σωκράτη
Παπασταθόπουλο. Το καλοκαίρι του 2012, μέσα στο ευρύτερο μπάχαλο που
επικρατούσε στην ΠΑΕ, με την τότε ιδιοκτησία να έχει φροντίσει ήδη να βάλει τα
εχέγγυα για τον επικείμενο υποβιβασμό (μη τήρηση οικονομικών υποχρεώσεων της
εταιρίας και επιβολή τιμωρίας περιορισμού μεταγραφών), ο Τόνι εκπαραθυρώθηκε
(με την ατυχή ατάκα «το ξεχάσαμε το παιδί»…),
ενώ θεωρητικά θα μπορούσε να προτείνει λύσεις χάρη στην εμπειρία του στο πεδίο
των U-20 ποδοσφαιριστών.
Συνέχισε και πάλι στην Κύπρο και στην Ομόνοια την οποία καθοδήγησε ως
προπονητής από τον Σεπτέμβριο του 2012 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2013. Τον Ιούνιο του 2016
επέστρεψε στην αγαπημένη του ΑΕΚ αναλαμβάνοντας ρόλο τεχνικού συμβούλου στον
τομέα του σκάουτινγκ των ακαδημιών.
STATS & TRIVIA
Αποτελεί τον νο.3 ποδοσφαιριστή της Ένωσης σε συμμετοχές σε όλες τις επίσημες
διοργανώσεις και τον νο.17 σε
επίσημα γκολ. Αναλυτικά έχει καταγράψει:
Α’ Εθνική: 357 ματς – 52 γκολ
Κύπελλο: 82 ματς – 7 γκολ
Λιγκ Καπ: 4 ματς – 2 γκολ
Σούπερ Καπ: 4 ματς – 1 γκολ
Κύπελλο Πρωταθλητριών / Champions’ League: 18 ματς – 5 γκολ
Κύπελλο Κυπελλούχων: 16 ματς – 1 γκολ
Κύπελλο ΟΥΕΦΑ: 14 ματς
Σύνολο: 495 ματς – 68 γκολ
Είναι προφανώς ο πρώτος σε
συμμετοχές στη λίστα των ξένων ποδοσφαιριστών που έχουν φορέσει τη φανέλα της
ΑΕΚ (μακράν μάλιστα του δεύτερου Μπατίστα που μετρά 225) και 4ος σκόρερ πίσω
από τους Μπατίστα (92), Μπάγεβιτς (91) και Μπλάνκο (72).
Βρίσκεται στην 3η θέση των ξένων
ρέκορντμεν συμμετοχών του ελληνικού πρωταθλήματος πίσω μόνο από τον άξιο
αντίπαλο και παιχταρά Κριστόφ Βαζέχα (390) και τον καραφλό βουτηχτή πραιτοριανό
της «παράγκας» Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς (375).
Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής
της ΑΕΚ που έχει σκοράρει σε 6 διαφορετικές επίσημες διοργανώσεις. Του ξέφυγε
μόνο το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ για να συμπληρώσει το απόλυτο 7/7.
Τη σαιζόν 1990-91 όχι μόνο έπαιξε
και στα 34 ματς πρωταθλήματος, αλλά δεν έχασε ούτε λεπτό, αφού ξεκίνησε σε όλα
βασικός και δεν αντικαταστάθηκε ποτέ. Επίτευγμα σπανιότατο για οποιονδήποτε
παίκτη πλην τερματοφυλάκων.
Έχει υπάρξει διεθνής με δύο
διαφορετικές εθνικές ομάδες, αρχικά με τη Γιουγκοσλαβία (1988 – 2 συμμ.) και
μετά τη διάλυσή της με την ΠΓΔΜ (1994-2000 – 9 συμμ.)
Έχει λάβει μέρος στους
Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988 με την ολυμπιακή ποδοσφαιρική ομάδα της
Γιουγκοσλαβίας.
Το παλμαρέ του με την ΑΕΚ κοσμείται από 4 πρωταθλήματα (1989, 1992, 1993, 1994), 3 κύπελλα (1996, 1997, 2000), 2 σούπερ καπ (1989, 1996) και 1 λιγκ καπ (1990).
Είπαν για τον Τόνι Σαβέβσκι
«Παράδειγμα για τους ποδοσφαιριστές. Στον Παναθηναϊκό όλοι είχαν να λένε
τα καλύτερα για τον Τόνι, τον θαύμαζαν και τον σέβονταν»
-Δημήτρης Σαραβάκος, αντίπαλός
του στον ΠΑΟ και συμπαίκτης του κατόπιν στην ΑΕΚ
«Σούπερ επαγγελματίας. Προπόνηση, οικογένεια, σπίτι. Η ζωή που πρέπει να
κάνει κάθε σωστός επαγγελματίας»
-Κριστόφ Βαζέχα, αντίπαλος με τον
ΠΑΟ σχεδόν σε όλη την καριέρα του Τόνι
«Θα πρέπει να είμαστε πολύ ευτυχισμένοι όσοι τον ζήσαμε να παίζει εδώ
ποδόσφαιρο»
-Γ.Χ. Γεωργιάδης, αντίπαλός του
με τις φανέλες του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ
«Από πλευράς συμπεριφοράς ήταν ό,τι καλύτερο πέρασε από ξένο
ποδοσφαιριστή»
-Βασίλης Καραπιάλης, αντίπαλος με
ΑΕΛ και ΟΣΦΠ
«Σε επίπεδο προσφοράς, ήθους και χαρακτήρα πρέπει να τοποθετηθεί μέσα
στους 5 σπουδαιότερους ποδοσφαιριστές που πέρασαν από την ΑΕΚ»
-Νίκος Κατσαρός, δημοσιογράφος
«Ταξιδεύουμε με την ΑΕΚ στο εξωτερικό για κάποιο παιχνίδι, καθόμαστε δίπλα
στο αεροπλάνο και ο Σαβέβσκι διαβάζει λογοτεχνία, ελληνική λογοτεχνία και δη
Νίκο Καζαντζάκη, του οποίου η γλώσσα δεν είναι καθημερινή, είναι δύσκολη. Κι
όμως ο Σαβέβσκι είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να διαβάζει Καζαντζάκη και να
τον κατανοεί απόλυτα»
-Λευτέρης Παπαδόπουλος,
στιχουργός και δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου